Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Tο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (1919- 1922)- ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΟΥΣΗ - Η Εισήγησή του στην παρουσίαση του έργου του Γ.Αθάνα "Εκστρατεία Σαγγαρείου: ένας δημοσιογραφικός αίνος και θρήνος"

 ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
 (1919- 1922)
                                  ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
του Βασίλη Τσαούση

Από την απόβαση του 1919 έως τις αρχές του 1921

Τα όπλα του Μεγάλου Πολέμου σίγησαν στις 11 Νοεμβρίου  1918, με την συνθηκολόγηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Δύο μήνες αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1919 ξεκίνησε στο Παρίσι η Διάσκεψη της Ειρήνης για τη διευθέτηση του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε ήδη συντάξει υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις. Μεταξύ αυτών ήταν και εδάφη στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Συγκεκριμένα διεκδικούσε μια περιοχή που οριζόταν από τη γραμμή που ξεκινάει προς βορρά απέναντι από την Τένεδο και προς νότο απέναντι από το Καστελλόριζο. Μέσα σε κατάσταση ρευστότητας και ενδοσυμμαχικών διενέξεων, δόθηκε η άδεια για την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στη Δυτική Μικρά Ασία. Στις 15 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός συνοδευόμενος από τέσσερα ελληνικά και τρία αγγλικά αντιτορπιλικά αποβιβαζόταν στη Σμύρνη μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικού ενθουσιασμού, γι’ αυτό που φαινόταν ως αρχή υλοποίησης της Μεγάλης ιδέας. Η μεγάλη περιπέτεια ξεκινούσε.

Από την πρώτη ημέρα, όμως, της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη σημειώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις και πράξεις αντεκδίκησης, προκαλώντας αλγεινή εντύπωση στους συμμάχους και προβληματισμό στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Παράλληλα, ο τουρκικός στρατός στη Σμύρνη- περίπου 2000 πεζοί και 150 ιππείς- εγκατέλειψε τους στρατώνες και κατέφυγε στην ύπαιθρο, όπου άρχισε να οργανώνεται συσπειρώνοντας γύρω του τα υπολείμματα της τουρκικής χωροφυλακής και αρκετούς ένοπλους αγρότες. Τα ελληνικά στρατεύματα προέλασαν ανατολικά και βόρεια, επεκτείνοντας τη ζώνη κατοχής σε σημαντικές πόλεις, όπως το Αϊδίνι, η Μαγνησία, η Πέργαμος, το Αϊβαλί.

Ο Τούρκος στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, στέλεχος των Νεότουρκων και αρχηγός ενός επικίνδυνα διογκούμενου εθνικού κινήματος, οργάνωνε ένοπλα σώματα, ορίζοντας ως έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης την Άγκυρα και ακολουθώντας τακτική ανταρτοπόλεμου απέναντι στον τακτικό ελληνικό στρατό. Ο ελληνικός στρατός καταδίωκε τις ομάδες των Τούρκων άτακτων και εκτός της κατεχόμενης ζώνης, μετά από άδεια των Συμμάχων που κατόρθωσε να πάρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία ενισχυόταν διαρκώς, ενώ το Φεβρουάριο του 1920 ορίστηκε γενικός διοικητής του ελληνικού στρατού Μικράς Ασίας ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και το Γενικό Στρατηγείο μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη.

Η δυναμική, ωστόσο, των τούρκων εθνικιστών άρχισε σταδιακά να αλλάζει τα δεδομένα. Ανήσυχος ο Βενιζέλος προσπαθούσε να πείσει τους συμμάχους για την ανάγκη να συντριβεί το κίνημα του Κεμάλ, συνειδητοποιώντας ότι η Ελλάδα μόνη της δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ότι υπήρχε κίνδυνος αφανισμού των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Τα γεγονότα δεν θα τον διαψεύσουν. Τον Μάρτιο του 1920 οι Γάλλοι υφίστανται σοβαρή ήττα στην Κιλικία από τις τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις, οι οποίες σφαγιάζουν μερικές χιλιάδες Αρμενίων. Λίγους μήνες αργότερα τούρκοι εθνικιστές επιτίθενται εναντίον βρετανικού τάγματος στην Νικομήδεια. Οι Σύμμαχοι αντιλαμβάνονται ότι τα μόνα διαθέσιμα στρατεύματα είναι τα ελληνικά και στις 20 Ιουνίου 1920 επιτρέπουν την προέλασή τους. Ξεκινώντας από τη Σμύρνη ο ελληνικός στρατός, κατόρθωσε να καταλάβει την Φιλαδέλφεια, την Πάνορμο και την Προύσα. Στις 26 Ιουλίου τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, ενώ στην Μικρά Ασία καταλαμβάνεται η στρατηγικής σημασίας πόλη Ουσάκ.

Στις θέσεις αυτές βρίσκει τα ελληνικά στρατεύματα η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920. Τα ηπειρωτικά σύνορα της Ελλάδας θα έφταναν έως την Τσατάλτζα στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Αναγνωριζόταν η ελληνική κυριαρχία τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, με την προσθήκη της Ίμβρου και της Τενέδου, ενώ η περιοχή της Σμύρνης παρέμενε κάτω από οθωμανική κυριαρχία, αλλά η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μεταβιβαζόταν στην ελληνική κυβέρνηση, για μια περίοδο πέντε ετών, μετά το πέρας της οποίας οι κάτοικοί της θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα αν θα επιθυμούσαν την προσάρτηση ή όχι της περιοχής στην Ελλάδα. Με άλλες συναφείς Διεθνείς Πράξεις παραχωρούνταν στην Ελλάδα η Δυτική Θράκη, ενώ προβλεπόταν η παραχώρηση των Δωδεκανήσων πλην της Ρόδου. Η Μεγάλη Ελλάδα των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών γινόταν πραγματικότητα.

 Σίγουρος ο πρωθυπουργός για μια νέα εκλογική επιτυχία, που θα του εξασφάλιζε ο μέγιστος εθνικός θρίαμβος, προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου.  Ο χάρτης της Ελλάδας των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» αποτελούσε το βασικό προεκλογικό υλικό των Φιλελευθέρων. Αλλά η αντιβενιζελική παράταξη, προβάλλοντας έναν εσωστρεφή πατριωτισμό σε ένα σημαντικό μέρος των Ελλήνων κουρασμένο από τους συνεχείς πολέμους, κατόρθωσε να αποσπάσει την πλειοψηφία των εδρών στο νέο κοινοβούλιο. 

Το αποτέλεσμα των εκλογών είχε άμεσο αντίκτυπο στη Συνθήκη των Σεβρών. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας προειδοποιούσαν ότι δεν θα επικύρωναν τη Συνθήκη, εάν ο Κωνσταντίνος επέστρεφε στον ελληνικό θρόνο. Η νέα κυβέρνηση στην Αθήνα θα διενεργήσει το δημοψήφισμα για την επάνοδο του βασιλιά στα τέλη Νοεμβρίου. Ο Κωνσταντίνος θα επιστρέψει θριαμβευτικά και αυτό θα δώσει το πρόσχημα για τη μεταστροφή της πολιτικής των Συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα.

Αλλά η βασική αιτία διαφοροποίησης ανάμεσα στους Συμμάχους δεν ήταν άλλη από την ραγδαία άνοδο του κεμαλικού εθνικισμού και τα νέα δεδομένα που αυτός δημιουργούσε για τα ζωτικά συμφέροντά τους στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Οι Ιταλοί ήταν εξαρχής αντίθετοι στην ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία. Οι Γάλλοι, έχοντας κυρίως οικονομικά συμφέροντα και βλέποντας ότι ο ελληνικό στρατός δεν ήταν σε θέση μόνος του να αντιμετωπίσει το κεμαλικό κίνημα, άρχισαν να προσανατολίζονται σε πολιτική λύση του ζητήματος. Η προοπτική μάλιστα σύγκλισης της Σοβιετικής Ένωσης με το κεμαλικό καθεστώς αποτελούσε έναν ακόμη  παράγοντα που ωθούσε σε αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη χειρίστηκε το Μικρασιατικό Ζήτημα σαν να είχε ως μόνη επιλογή τη συνέχιση και κλιμάκωση των επιχειρήσεων. Στη στρατιωτική ιεραρχία προωθήθηκαν ευνοούμενοι του βασιλιά, όπως ο φιλομοναρχικός στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας που αντικατέστησε τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ο Κωνσταντίνος απέκτησε τον πλήρη έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, που αποστολή τους πια έγινε να νικήσουν τον στρατό του Κεμάλ. Μέχρι και το Δεκέμβριο του 1920 οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού ήταν επιτυχείς, αλλά αυτός δεν μπόρεσε τελικά να προελάσει πέρα από τις γραμμές Προύσα- Εσκί Σεχίρ και Ουσάκ- Αφιόν Καραχισάρ. Στο μέτωπο της διπλωματίας, δύο συμμαχικές συνδιασκέψεις, στο Λονδίνο στις 18 Μαρτίου 1921 και στο Παρίσι τον Ιούνιο του ίδιου έτους, απέτυχαν να δώσουν πολιτική λύση στο ζήτημα, ενώ η ελληνική πλευρά προετοίμαζε τη μεγάλη θερινή επίθεση προς την Άγκυρα.

Τα αδιέξοδα και το τέλος.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συνοδευόμενος από τους πρίγκιπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα, τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη και τον υπουργό στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη ξεκίνησε για τη Σμύρνη στις 29 Μαΐου, ημερομηνία συμβολική και αμφίσημη, για να τεθεί επικεφαλής του ελληνικού στρατού. Ως στρατηγικοί στόχοι ορίστηκαν η κατάληψη της γραμμής Εσκί- Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ, η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του κύριου όγκου του κεμαλικού στρατού. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου και βασίσθηκε στην ταχύτητα των μετακινήσεων και στη συντονισμένη δράση του Α’ και Γ’ Σώματος Στρατού. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες ο ελληνικός στρατός κατέλαβε σχετικά εύκολα τη γραμμή Εσκί- Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ. Επειδή, όμως, δεν επιτεύχθηκε ο δεύτερος στόχος, που ήταν η καταστροφή του κεμαλικού στρατού, αποφασίστηκε να συνεχιστεί η προέλαση προς την Άγκυρα. Παρά τις αντιρρήσεις που προέβαλαν έμπειροι επιτελείς, το σύνολο του ελληνικού στρατού κάλυψε τα 250 χιλιόμετρα που το χώριζαν από την Άγκυρα. Προελαύνοντας μέσα από το αραιοκατοικημένο οροπέδιο της Αλμυράς Ερήμου και αντιμετωπίζοντας ελάχιστη αντίσταση, έφθασε στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, 50 χιλιόμετρα πριν την Άγκυρα.

Στην κρίσιμη μάχη του Σαγγάριου αντιπαρατάχθηκαν τρία σώματα στρατού και μια ταξιαρχία ιππικού του ελληνικού στρατού συνολικής δύναμης 80.000 ανδρών, με 17 μεραρχίες πεζικού και 5 ιππικού του κεμαλικού στρατού, συνολικής δύναμης 72.000 ανδρών. Η «μεγαλυτέρα μάχη της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας», όπως τη χαρακτήρισε ο Γεώργιος Αθανασιάδης- Νόβας, ο οποίος ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στις επιχειρήσεις του Σαγγάριου ως πολεμικός ανταποκριτής των αθηναϊκών εφημερίδων «Πολιτεία» και «Αθηναϊκή» καθώς και της Σμυρναϊκής εφημερίδας «Θάρρος», θα διαρκούσε από τις 10 έως τις 29 Αυγούστου 1921.  Μπροστά στη ισχυρή τουρκική αντίσταση ο ελληνικός στρατός, χωρίς να ηττηθεί, αναγκάστηκε να καθηλωθεί και, λίγο αργότερα, να συμπτυχτεί στην προηγούμενη γραμμή Εσκί- Σεχίρ – Αφιόν- Καραχισάρ, για να μην αποκοπεί από τη γραμμή ανεφοδιασμού του. Οι δύο στόχοι, η κατάληψη της Άγκυρας και η συντριβή του κεμαλικού στρατού, δεν επιτεύχθηκαν. Το στρατιωτικό αδιέξοδο ήταν πλήρες και μόνο η διπλωματία θα μπορούσε να προσφέρει την όποια λύση.

Αλλά και στο πεδίο αυτό οι εξελίξεις δεν ευνόησαν την ελληνική πλευρά. Στις 20 Οκτωβρίου 1921 οι Γάλλοι υπογράφουν με τον Κεμάλ τη Συμφωνία της Άγκυρας, με την οποία ρυθμίζονταν οι λεπτομέρειες της οριστικής αποχώρησης των Γάλλων από την Κιλικία και αναγνωριζόταν η κυβέρνηση του Κεμάλ ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας. Οι προσπάθειες του έλληνα πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο του 1922, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο. Η Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη, που συνήλθε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1922, υιοθέτησε πολύ σκληρούς για την
Ελλάδα όρους, οι οποίοι, όμως, απορρίφθηκαν πρώτα από την κεμαλική πλευρά, που ζητούσε την άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη μικρά Ασία.

Στην Αθήνα, εν μέσω οξύτατων οικονομικών προβλημάτων και διογκούμενης δυσαρέσκειας, η κυβέρνηση Γούναρη παραδίδει την εξουσία τον Μάιο του 1921 στον Νικόλαο Στράτο και έπειτα στον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. Εν μέσω αντιδράσεων, η αρχηγία της Στρατιάς Μικράς Ασίας ανατίθεται στον αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη. Στη Σμύρνη η οργάνωση «Μικρασιατική Άμυνα», από επιφανείς παράγοντες της πόλεις, αποτυγχάνει να υλοποιήσει το σχέδιο για τη δημιουργία αυτόνομου «Μικρασιατικού Κράτους» υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Η δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης ότι θα προχωρήσει στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης δεν πείθει τους συμμάχους. Όλα πια οδηγούν στο μοιραίο τέλος.

Στις 13 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση στις θέσεις Αφιόν-Καραχισάρ και Τουλού Μπουνάρ. Μέσα σε μία ημέρα τα στρατεύματα του Κεμάλ πέτυχαν να διασπάσουν την ελληνική αμυντική γραμμή. Ο ελληνικός στρατός τράπηκε σε άτακτη γενική υποχώρηση. Ολόκληρα τάγματα και συντάγματα συλλαμβάνονται από τους Τούρκους με τις σημαίες και τους αξιωματικούς τους, ενώ άλλα τμήματα στρατού εξολοθρεύονται. Εξαίρεση αποτέλεσαν τα τμήματα του συνταγματάρχη Νικόλαου Πλαστήρα, των οποίων η υποχώρηση προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας εκτελέστηκε με υποδειγματική τάξη. Ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας αφέθηκε στην τύχη του και την εκδικητική μανία των Τούρκων. Στις 26 Αυγούστου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη και την επομένη έμπαινε στην πόλη ο τουρκικός. Στις 31 Αυγούστου οι ελληνικές και οι αρμενικές συνοικίες τις πόλης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν, υπό την αυστηρή ουδετερότητα των συμμαχικών στρατευμάτων, τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, για να γλιτώσουν την εκδικητική μανία και την ωμή βία των Τούρκων.

Οι διώξεις των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα: Έφεσος, Αϊβαλί, Προποντίδα, Πόντος. Το φθινόπωρο του 1922 γράφεται ο τραγικός επίλογος μιας ιστορικής παρουσίας 3000 ετών του ελληνισμού στην Μικρά Ασία με την έλευση στην Ελλάδα περίπου 1.500.000 ελλήνων προσφύγων. Μια νέα σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας ξεκινούσε.

Βιβλιογραφία:

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών.

Edward  Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία, εκδ. «Νέα Σύνορα»- Α. Α. Λιβάνη.

Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988.

Λίνα Δούβη, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, Η Μικρασιατική Καταστροφή 1922, εκδ. ΤΑ ΝΕΑ 2010.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η εισήγηση του Χ. Δ. Χαραλαμπόπουλου, Επίτιμου Προέδρου της Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών, στο «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου», εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου από το Δήμο Ναυπακτίας, το Σάββατο,18 Απριλίου 2015

 
Του Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ 
ΤΗΣ  ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ



Κατά την παράδοση μέσα στο Φρούριο της Ναυπάκτου, όταν αυτό
ήταν Τούρκικο, ζούσαν μόνο Τούρκοι και ένας Έλληνας φούρναρης.

Οι Έλληνες ζούσαν εκτός των τειχών στο Μεγάλο και το Μικρό
Βαρούσι.

Όταν λοιπόν, έφυγαν οι Τούρκοι, όλοι ήθελαν να μπουν μέσα στα
τείχη για να ζήσουν με ασφάλεια. Τα καλύτερα όμως σπίτια τα πήραν οι
Σουλιώτες που είχαν τα άρματα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κίτσος Τζαβέλας
ήταν αρχηγός της πολιορκίας της Ναυπάκτου. Από απογραφή που έκανε
ο Αστυνόμος Παναγιώτης Κυρίτζης (12 Μαΐου 1829) βρέθηκαν 252
οικοδομές, ήτοι οικίες, τζαμιά, εργαστήρια, μαγαζιά. Από αυτές 71 είναι
ακατοίκητες και ερειπωμένες. Επίσης 68 είναι κατοικημένα τζαμιά,
μαγαζιά και εργαστήρια. Οι λοιπές 113 (108 για την ακρίβεια) κατανέμονται ως εξής:
35 Χιλίαρχος Κ. Τζαβέλας και λοιποί   Σουλιώτες
02 Νότης Μπότζαρης
03 Χαντζηχρήστος
20 Τακτικοί Στρατιώτες και Αξιωματικοί
09 Πεντακοσίαρχος Βέργης
15 Εντόπιοι
06 Αποθηκάριος
05 Αξιωματούχοι της πόλης
13 Διάφοροι χωρίς να αναφέρονται τα ονόματά τους
------
108
Οι Σουλιώτες δεν πήραν μόνο τα καλύτερα σπίτια, αλλά και τα
καλύτερα χωράφια. Από αναφορά (23 Ιουν. 1829) των προκρίτων της
Ναυπάκτου προς τον Αρχιφρούραρχον Ναυπάκτου Συνταγματάρχη Κόμη
Πιέρην διαφαίνεται η διαμάχη μεταξύ των κατοίκων της πόλης με τους
κατοίκους των χωριών της Επαρχίας Βενέτικου (Νότιας Ναυπακτίας). Ο
Διοικητής της Επαρχίας «απεφάσισε δημογέροντας και πληρεξουσίους διά
την Εθνικήν Συνέλευσιν από τα χωριά του Βενέτικου» και αγνόησε την
Μητρόπολη, όπως αναφέρουν, φαίνεται όμως ότι η διαφορά αυτή
διευθετήθηκε, γιατί λίγο αργότερα (5 Αυγ. 1829) οι πληρεξούσιοι στην
Εθνική Συνέλευση Ιωάννης Βλάχος (πρόγονος του Βλαχογιάννη) και
Θανάσης Μπουγάτζας (από Γαλατά) απευθύνονται στον Τοποτηρητή της
Κυβερνήσεως Αυγουστίνο Καποδίστρια με αναφορά τους και βάλλουν
μαζί κατά των Σουλιωτών. Γράφουν ανάμεσα στα άλλα:

«Οι υποφαινόμενοι πληρεξούσιοι της Επαρχίας Βενέτικου, της
πόλεως Ναυπάκτου, είμεθα επιφορτισμένοι παρ’ όλων των κατοίκων της
επαρχίας να αναφέρομε εις την εξοχότητά σας την καταφρόνησιν, την
αδικίαν και όσα άλλα άπειρα κακά δοκιμάζουν από εκείνους οι οποίοι
ήλθαν και εκατοίκησαν εντός του φρουρίου Ναυπάκτου, εκαταφρόνεσαν,
εκαταπάτησαν όλα τα δικαιώματα των πολιτών με μίαν λέξιν μόνον ούτως
θέλομεν, και προσπαθούν να τους αποκαταστήσουν είλωτας. Και
οικειοποιήθησαν το φρούριον αυτό ως να ήτον κτήμα εδικόν τους και όχι
ποτέ ως εθνικόν, το οποίον έθνος το έχει εξαγοράσει με το πολύτιμον αίμα
του και προσπαθούν τρόπον τινά να το αποκαταστήσουν άσυλον της
κακουργίας των ……»
Και η διαμάχη μεταξύ εντόπιων και Σουλιωτών συνεχίζεται και
στα τέλη του 1829 όταν ο λοχαγός Ιωάν. Τζαβέλας κατηγορείται ότι
εράβδισε τους Δημογέροντες Ιωάννη Βλάχο και Αναγνώστη Κίτζου.

Παρά τις δυσλειτουργίες μεταξύ των παλαιών και των νέων
κατοίκων, που μέχρι ενός ορίου είναι αναμενόμενες, εκείνο που πρέπει
να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ο πόθος των Επαχτιτών για μόρφωση. Η
οικονομικοκοινωνική κατάσταση όμως στην Επαρχία Ναυπακτοβε-
νετίκου ήταν απελπιστική. Τα χωριά είχαν ερημωθεί και οι κάτοικοι, όσοι
γλίτωσαν από τα δεινά του πολέμου ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την
δυστυχία, ενώ η γη έμεινε ακαλλιέργητη, πνιγμένη μέσα στ’ αγριόχορτα.

Εν τούτοις όμως, από τα πρώτα μελήματά τους ήταν η ίδρυση
σχολείου. Αγράμματοι αυτοί, ένιωθαν βαθιά μέσα τους την αξία των
γραμμάτων. Το φλογερό κήρυγμα του Πατροκοσμά, που χρόνια πριν
ετάραξε τη ναρκωμένη εθνική συνείδηση, «χτίζετε σχολειά», ήταν γι’
αυτούς τους πτωχούς, τους εξαθλιωμένους αγωνιστές που μόλις είδαν τον
ήλιο της λευτεριάς, ελπίδα και προσμονή για ένα φωτεινότερο μέλλον.

Από αναφορά (28.10.1829) του Διοικητή Ναυπάκτου και
Βενετίκου Ι. Τομπακάκη πληροφορούμαστε:

«Ο εκλαμπρότατος Πληρεξούσιος Τοποτηρητής της Α. Εξοχότητος
εσύστησεν εις το φρούριον της Ναυπάκτου ελληνικόν διδάσκαλον τον
κύριον Ιωάννην Χρυσοβέργην, άνδρα ικανόν τοιούτου επαγγέλματος και
χρηστοήθη, έχοντα μαθητάς 15, του οποίου τον μισθόν επλήρωνεν εξ ιδίων
του ανά γρόσια 150 το μήνα, διότι οι κάτοικοι της Ναυπάκτου, συνιστά-
μενοι μόλις από 20 οικογενείας, δεν είχον πόρον τινά διά να τον
συστήσουν, όστις μετά παρέλευσιν δέκα πέντε ημερών της συστήσεώς του
επλήρωσε το κοινόν χρέος, και προς το παρόν υστερούνται διδασκάλου.
Κανέν μέσον οι κάτοικοι της επαρχίας ταύτης δεν έχουν, διά του οποίου,
προσφέροντες εκ προαιρέσεως, να συνδράμωσιν εις την σύστασιν τοιούτων
καταστημάτων, επειδή όλοι υστερούνται και αυτού του πόρου της ζωής
των, πολλώ μάλλον να συνεισφέρωσι».
Ο Χρυσοβέργης καταγόταν από την Μεγάλη Λομποτινά και
εδίδαξε στη Λιβαδιά, όπου το 1825 διετέλεσε και Γενικός Γραμματέας
της Επαρχίας. Χαρακτηρίζεται «ως κατά την καθ’ ημάς σοφίαν μέγας
Διδάσκαλος». Έξι γιοι του πολέμησαν ως αξιωματικοί στον Αγώνα από
τους οποίους τρεις «έπεσαν ενδόξως εις το πεδίον της μάχης». Από τους
λοιπούς ο Νικόλαος διετέλεσε πρώτος Δήμαρχος Λαμίας, ο Βασίλειος
Δικηγόρος και Δικαστής και ο Παντελής Βουλευτής επί Όθωνος.

Μετά τον θάνατο του Χρυσοβέργη «διά της συνδρομής πάλιν του
Εκλαμπροτάτου Πληρεξουσίου εσυστήθη διδάσκαλος ο κύριος Γεράσιμος
Δαφαράνας, Κεφαλληναίος, ανήρ άξιος του τοιούτου επαγγέλματος και
χριστοήθης έχων μαθητάς 14 πρωτοπείρους». (Αναφορά Διοικητή
Τομπακάκη 28.10.1829). Ο Δαφαράνας ανεχώρησε «βιασθείς από
αναγκαίες οικιακές του υποθέσεις» στις 22 Φεβρ. 1830.

Στις 16 Μαρτίου 1830 με διαταγή του Κυβερνήτη Ιωάννου
Καποδίστρια στον Έκτακτο Επίτροπο Δυτικής Ελλάδος Κ. Ράδον
γνωστοποιείται ότι αποστέλλεται διδάσκαλος ο Γεώργιος Χριστιανός.
Στις 8 Απριλ. 1830 ο Ράδος αναφέρει στον Κυβερνήτη ότι ο δάσκαλος
έφθασε εγκαίρως στην Ναύπακτο και «κατά δυστυχίαν δεν εύρηκε μήτε
σχολείον μήτε μαθητάς. Διά να μη μείνη αργός επί πολύ ηναγκάσθην τέλος
πάντων να διορίσω την επισκευή ενός τουρκικού ναού διά να χρησιμεύσει
εις διδασκαλείον». Πρόκειται για το Μπέη Τζαμί που βρισκόταν στην
σημερινή οδό Σταμ. Σταματίου κοντά στα Μποτσαραίικα. Μάλιστα
αναφέρει ο Ράδος «δεν υπάρχει σχολείον μήτε και εις αυτό το Μεσολόγγι».
Ο Χριστιανός που ήταν Ελληνοδιδάσκαλος και όχι αληλοδιδακτικός
απεχώρησε τον Αύγουστο του 1830.

Την 1η Οκτωβρίου του 1830 διορίστηκε δάσκαλος της «Ελληνικής
Δημοσίας Σχολής Ναυπάκτου» ο Ν. Κοντογούρης, ο οποίος εδίδαξε μέχρι
τις 24 του ίδιου μήνα, οπότε κατόπιν εντολής του Κυβερνήτη στάλθηκε
στην Αίγινα για να εκπαιδευθεί στην Αλληλοδιδακτική μέθοδο για 40
ημέρες. Ξαναγύρισε στη Ναύπακτο στις 25 Γενάρη 1831 και εδίδαξε
μέχρι τον Απρίλη του 1834, γιατί η πολιτεία καθυστερούσε επί δύο
χρόνια να του δώσει τους μισθούς του.
Αυτά ως προς την παιδεία

Η νεοΐδρυτη πολιτεία εφρόντισε για την ανέγερση και λειτουργία
ναών. Ο Διοικητής Ναυπάκτου Ι. Τομπακάκης σε αναφορά του
(28.10.1829) γράφει: «Καμμία εκκλησίαν ή ιερόν κατάστημα δεν
ευρίσκεται εις την επαρχίαν ταύτην, εκτός εις το Φρούριον της Ναυπάκτου
δι’ εξόδων του εκλαμπροτάτου πληρεξουσίου (του Αυγουστίνου
Καποδίστρια) επεσκευάσθη νεωστί εκκλησία επονομαζομένη Άγιος
Δημήτριος, η οποία πρώτον ήτο τζαμί». Πρόκειται για τον προηγούμενο
ναό που έδωσε την θέση του στον σημερινό. Κατά τον Τούρκο
Περιηγητή Εβλιά Τσελεπή ήταν το Τζαμί της Μεγάλης Πύλης, διότι εκεί
ήταν η Πύλη του Φρουρίου προς τα ανατολικά. Επίσης το 1830 κτίσθηκε
ο κοιμητηριακός Ναός της Αγίας Παρασκευής. Τέλη του 1830 διορίζεται
Διοικητής Ναυπάκτου, Βενετίκου, Κραβάρων και Αποκούρου με έδρα
την Ναύπακτο, ο Ιωάννης Λεονταρή Μελάς, από την ιστορική οικογένεια
Στρατηγόπουλων των Ιωαννίνων, οι οποίοι έλαβαν το παρωνύμιο Μέλας
ή Μελανιάς και από τις αρχές του 18ου αιώνα Μελάς. Από την πατριά
αυτή προέρχεται και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς.

Ο διοικητής Μελάς (1787 – 1833) παρέλαβε το αρχείο στις 8
Γενάρη 1831και την επομένη αποστέλλει αναφορά στον Αυγουστίνο
Καποδίστρια. Γράφει: «Ηξεύρω ότι την πόλιν της Ναυπάκτου από
καλοσύνην Σας την αγαπάτε και επιθυμείτε να καλλωπισθή και να είναι εις
κατάστασιν να προφυλάττη τους κατοίκους της από την ασθένειαν» και
υποβάλλει έξι προτάσεις για την οργάνωση και ανασυγκρότηση της
πόλης που συνέχισε να παρουσιάζει την μορφή ενός τουρκοχωριού. Στις
19 Γενάρη 1831 ο Αυγουστίνος απαντάει καταφατικά και ο Μελάς
υποβάλλει «Σχέδιον περί επιδιορθώσεως της πόλεως Ναυπάκτου» που
είναι περισσότερο λεπτομερειακό, ενώ οι προτάσεις του έχουν αυξηθεί
από έξι σε οκτώ.

Ας δούμε τις προτάσεις από τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε
την κατάσταση της πόλης εικοσιένα μήνες από την απελευθέρωση:
α) Τα σαθρά και επικίνδυνα σπίτια και εργαστήρια ή να πωληθούν ή να
επιδιορθωθούν διά να μη καταντήσουν και αυτά εις ερείπια,
β) Να καθαρισθή όλη η πόλις από τας διαφόρους ακαθαρσίας και κόπρους
των ζώων, δι’ ων γέμει πάσα οικία και ερείπιον.
γ) Να ανοιχθούν τα προπολλού ήδη βουλωμένα κονδότα των χρειών διά να
καθαρισθούν αι ήδη πλημμυρισμέναι χρείαι.
δ) Να κατασκευασθούν πλησίον του φρουρίου τέσσαρες ή πέντε κοιναί
χρείαι διά τους εις την αγοράν καταλύοντας ξένους.
ε) Να κρεμνισθούν οι τοίχοι των ερειπίων και να συναχθεί εις εν μέρος η
πέτρα πλησίον της θαλάσσης α) διά να κυκλοφορεί ο αήρ ελεύθερος β) να
εκριζωθούν διάφορα νοσώδη χόρτα φυτρωμένα εις αυτά τα ερείπια και γ)
η πέτρα αύτη ημπορεί να χρησιμεύση εις δημοσίας οικοδομάς, αν η Σ.
Κυβέρνησις αποφασίση να οικοδομήση εις Π. Πάτρας, εις Καστέλλιον ή
και ενταύθα εις Ναύπακτον ή να πωληθή.
στ) Να επιδιορθωθούν οι δρόμοι της πόλεως εις τρόπον ώστε να
μετακομίζωνται τα φορτία εντός και εκτός της πόλεως με μονότροχα
αμάξια.
ζ) Να διορθωθή ο δρόμος από την ανατολικήν Πύλην μέχρι της
νεοκτισθείσης εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, διά να ξηρανθή δι’ αυτού
ο του Ανατολικού προαστείου πλημμυρίζουσα από σεσηπότα και ρέοντα
νερά θέσις.
η) Να ανοιχθή είς χάνδαξ ολόγυρα εις το κοιμητήριον της διαληφθείσης 
εκκλησίας, διά να ρέουν τα νερά και να σήπονται ογλήγορα τα σώματα των
νεκρών, ως περί τούτων εις την Γραμματείαν της Θρησκείας ανεφέρθημεν.

Από την αναφορά πληροφορούμαστε ότι:
«εκ των προαστείων το μεν Ανατολικόν ήρχισε μεν να καλλωπίζεται με τας
οικοδομάς εργαστηρίων και οικιών, πλημμυρεί όμως από ικανά ιστάμενα
νερά, το δε Δυτικόν είναι κατεντημένον σχεδόν και αυτό εις ερείπιον και
επειδή γενικώς πάσα n πόλις γέμει από διαφόρους ακαθαρσίας»
γνωμοδοτεί με τις παραπάνω προτάσεις. 

Και τα χρήματα πως θα εξοικονομούνταν; Ο Μελάς είχε την απάντηση:
« … Δεν δύναμαι να προσδιορίσω την ποσότητα των χρημάτων, ήτις
αναγκαιοί δι’ όλας αυτάς τας εργασίας. Λέγω δε ότι όταν η Σ. Κυβέρνησις
ήθελε διορίση ένα καλόν επιστάτην και αφήση τους επιτοπίους πόρους της
πόλεως και επαρχίας ταύτης να εξοδευθώσιν εις αυτάς δι’ ένα ολόκληρον
μόνον  χρόνον υπό την άγρυπνον προσοχήν και δραστηριότητα της
Διοικήσεως ταύτης, ελπίζεται ότι η πόλις αύτη θέλει φθάσει εις κατάστασιν
ώστε και ευκατοίκητος να γενή και πολυάνθρωπος και τελευταίον ευτυχής.
Επειδή εις τον ενταύθα Φρούραρχον ευρίσκονται σχεδόν δέκα φορτηγά
ζώα, τα οποία τώρα στέκουν ανενέργητα ημπορούν και χρησιμεύουν εις
την εξαγωγήν της ύλης και να γίνη δι’ αυτού μεγάλη οικονομία». 

Άγνωστο εάν εφαρμόσθηκε το σχέδιο. Πάντως κάποιες ενέργειες
θα έγιναν, γιατί η πόλη παρουσίαζε θλιβερή εικόνα και ήταν επικίνδυνη
για την υγεία των κατοίκων της. Για την ιστορία ο Μελάς απεβίωσε το
1833, σε ηλικία 46 ετών.
Από αναφορά (1 Απρ. 1831) προς τον Κυβερνήτη των Δημογε-
ρόντων και των πολιτών και Γεωργών Ναυπάκτου, όπως υπογράφουν,
βλέπουμε ότι η διαμάχη μεταξύ Σουλιωτών και ντόπιων καλά κρατούσε
και το 1831. Γράφουν:
«Αφ’ ης ώρας ελευθερώθημεν από τον τυραννικόν ζυγόν άρχισεν ο
καθείς να καλλιεργεί την γην, διά να δυνηθή και το ταμείον να ωφελήση
και τον εαυτόν του. Όλα τα λοιπά μέρη της ελευθέρας Ελλάδος οι Γεωργοί
αισθάνθηκαν την γλυκύτητα της ελευθερίας και την αυστηρότητα των
νόμων.
Ημείς οι ταλαίπωροι ακόμη βασανιζόμεθα αδίκως και ίσως χωρίς
να το ηξεύρεις. Είχαμε χωράφια καλλιεργημένα επί Τουρκοκρατίας εις το
τζεφλίκι Δένδρον, τα επήρεν ο προσ. Αρχ. Τζαβέλας, είχαμε παρομοίως εις
το Ξηροπήγαδον τα επήρεν ο υιός Λάμπρου Βέικου και άλλοι. Ανοίξαμε
επέρσυ πέραν του Ποταμού, εφέτος μας τα παίρνουν οι λοιποί
στρατιωτικοί, ώστε καλλιεργημένην γην δεν μας αφίνουν σχεδόν ούτε
σπιθαμήν».

Στις 2 Αυγ. 1831 οι Δημογέροντες και οι πρόκριτοι της Επαρχίας
Βενετίκου ζητούν Πολιτάρχη με πέντε στρατιώτες, διότι η Επαρχία
«ενοχλείται από μερικούς κακοβόλους ληστάς». Έτσι φθάνουμε στην
επάρατη ημέρα της δολοφονίας του Κυβερνήτη που συνέβη στις 27 Σεπτ.
1831. Η Ναυπακτία εκφράζει τον αποτροπιασμόν της για τη δολοφονία
και στηρίζει την Τριμελή Διοικητική Επιτροπή.

Με τον θάνατο του Καποδίστρια έληξε μια περίοδος δημιουργίας
εκ του μηδενός ενός κράτους που να λειτουργεί υπέρ των πολιτών του.

Η Μετακαποδιστριακή περίοδος με εμφυλιοπολεμικά επεισόδια, τα
οποία επηρέασαν και τη Ναύπακτο οδήγησε στην απολυταρχία του
Όθωνα και των Βαβαρών.

Η Ναύπακτος έκανε κάθε φορά βήματα προόδου και ανάπτυξης
για να γράψει ο Λάμπρος Φράγκος στις αναμνήσεις του, ότι επί
δημαρχίας Δημητρίου Ι. Φαρμάκη (1883 – 1899): «Η πόλις ήλλαξεν όψιν∙
από Τουρκόπολη έγινε σχεδόν σύγχρονος πόλις».

Ο χαιρετισμός της Προέδρου του Σ.ΦΙ.Ν., κας Μαρίας Δρογγίτη, στην παρουσίαση του έργου του Γ.Αθάνα "Εκστρατεία Σαγγαρείου: ένας δημοσιογραφικός αίνος και θρήνος" και της ποιητικής του συλλογής "Αίνος και Θρήνος"

 
Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Ναυπακτίας συμμετέχει στην παρουσίαση του βιβλίου του Γεωργίου Αθάνα:"Εκστρατεία Σαγγαρίου: Ένας δημοσιογραφικός αίνος και θρήνος" και ευχαριστούμε θερμά το ίδρυμα Μαρίας και Γεωργίου Αθανασιάδη Νόβα για την τιμή και την εμπιστοσύνη που μας έδειξε.

 Κάθε χρόνο διδάσκοντας την Αρχαία Ιστορία και προσπαθώντας να αντιληφθούν οι μαθητές την έννοια της ιστορικής συνέχειας και τη σημασία της γνώσης της ιστορίας, με τη βοήθεια του χάρτη, ακολουθούμε την εξής διαδρομή στο χώρο και στο χρόνο.

 Ξεκινάμε τον 11 π.Χ. αιώνα ,την εποχή του Α΄μεγάλου ελληνικού αποικισμού μαζί με τους Αιολείς, τους Ίωνες και τους  Δωριείς , ελληνικά φύλα, από την ηπειρωτική Ελλάδα. Περνάμε δια μέσου του Αιγαίου στα Μικρασιατικά παράλια. Ο τόπος παίρνει το όνομά τους..γίνεται Αιολική γη, Ιωνία.. τους παρακολουθούμε να ιδρύουν πόλεις.. Σμύρνη, Έφεσος, ΜΊλητος ..να γεννούν ποιητές, ιστορικούς, φιλοσόφους, επιστήμονες..τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο,  το Θαλή, τον Ηράκλειτο, τον Αρίσταρχο ,αλλά και το Σεφέρη..
Και η ερώτηση στους μαθητές είναι: πότε φεύγουν από εκεί; Αυθόρμητα απαντούν: Ποτέ ,γιατί να φύγουν; Ρίζωσαν, δημιούργησαν, προόδευσαν, πλούτισαν..Έτσι οι μαθητές ξαναβλέπουν το 1922 τους Ελληνες να ξαναπερνούν το Αιγαίο προς την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά ,από εκεί που ξεκίνησαν......τρεις χιλιάδες χρόνια μετά και να ιδρύουν τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Έφεσο...

  Η παρουσίαση  του βιβλίου έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο γιατί αναφέρεται στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, που αποτελεί τη σημαντικότερη σελίδα της νεότερης ιστορίας μας ,αλλά και γιατί με τη μορφή πολεμικών ανταποκρίσεων και το φωτογραφικό υλικό ,αποτυπώνει τα γεγονότα σαν να συμβαίνουν τώρα , και είναι γεγονός πως όσο ζει η μνήμη και οι ιστορία αποτυπωμένες, δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, δεν υπάρχουν χαμένοι πολιτισμοί.

   Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται πως, όταν οι πρόσφυγες σε ένα καταυλισμό είχαν κοινή προέλευση, επιθυμούσαν  να ονομάσουν τη νέα τους πατρίδα με το όνομα της παλαιάς με την ιδέα, που είχαν και οι αρχαίοι ,ότι η πόλη δεν είναι τα τείχη και τα κτίρια ,αλλά οι ψυχές και το φρόνημα των ανθρώπων που την αποτελούν.

  Το ζητούμενο, λοιπόν , είναι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, όχι όμως μιας μνήμης επικριτικής που συντηρεί τα πάθη που γεννά ο πόλεμος, αλλά προσαρμόζοντας αυτό που λέει ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα "ου γαρ αν το πραχθέν αγένητον θείη", γιατί αυτό που έγινε, δεν μπορεί να το κάνει να μην έχει γίνει, αλλά χάριν του μέλλοντος ,πώς δηλαδή δε θα ξαναζήσουμε ανάλογες καταστροφές.
 
    Ας ενισχύσουμε, λοιπόν ,την ιστορική μνήμη παρακολουθώντας την παρουσίαση και δια βάζοντας το βιβλίο. Η αγάπη και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες έχει βέβαια πια για μας συναισθηματικό χαρακτήρα αλλά και χαρακτήρα μάθησης!
                                                                                              Σας ευχαριστώ  

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ANAΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΓEΩΡΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΑΙΝΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ»

της Θεώνης Σατλάνη,
μέλους του Συνδέσμου Φιλολόγων Ναυπακτίας
Για τους περισσότερους λογοτέχνες, πηγή έμπνευσης μπορεί  να είναι η  φύση, η άνοιξη, ο τόπος καταγωγής, ένα αγαπημένο πρόσωπο, το ηλιοβασίλεμα ή ένα γεγονός –σταθμός – στη ζωή τους. Για το Γεώργιο Αθάνα,  στον οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή εκδήλωση, πηγή έμπνευσης, για την ποιητική συλλογή του «Αίνος και Θρήνος», υπήρξε η Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο   Γεώργιος  Αθανασιάδης-Νόβας ,γόνος γνωστής οικογένειας της Ναυπάκτου, ακαδημαϊκός, πρωθυπουργός της Ελλάδος, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα  και δημοσιογραφική δραστηριότητα είχε παρακολουθήσει τη Μικρασιατική εκστρατεία, το καλοκαίρι του 1921 μέχρι και πέραν του Σαγγαρίου ως πολεμικός ανταποκριτής των αθηναϊκών εφημερίδων «Πολιτεία», «Αθηναϊκή», καθώς και της σμυρναϊκής «Θάρρος». Έτσι ,δικαιολογείται η συγγραφή της ποιητικής συλλογής «Αίνος και Θρήνος» από τον ποιητή.

Η  συγκεκριμένη ποιητική  συλλογή παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία: διακρίνεται σε δύο μεγάλες ενότητες, Α και Β, οι οποίες συντέθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τα ποιήματα της πρώτης ενότητας γράφτηκαν το 1972, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα ετών από τον  ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες  της Μικράς Ασίας, αλλά και από το έπος της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Ως δεύτερη ενότητα ο Ναυπάκτιος λογοτέχνης συμπεριλαμβάνει, με ελάχιστες μεταβολές, τη «Μαύρη Μοίρα», το δεύτερο μέρος της συλλογής «Ειρμός», που κυκλοφόρησε το 1929.Ο  ποιητής, μέσω της συλλογής «Αίνος και Θρήνος», επιστρέφει στα βιώματά του, του 1921-1922, τα οποία μεταπλάθει  ποιητικά, αντλώντας λέξεις και φράσεις από αρχαιοελληνικά και εκκλησιαστικά κείμενα, όπως: χάρμη, ιωχμός, αμάραντε κρίνε.

Επιπρόσθετα, παρατηρούμε ποικιλία ως προς την ομοιοκαταληξία, χρήση ελεύθερου στίχου ( στο ποίημα «Αίνος και Θρήνος»), χρήση σχημάτων λόγου, κυρίως παρηχήσεων και του σχήματος κύκλου, ιδιαίτερα αγαπητού στον ποιητή.

Το ποιητικό προοίμιο της συλλογής «Προανάκρουσμα» αποτελεί ένα  από τα ωραιότερα ποιήματα της.   Ο Γεώργιος Αθάνας  επιδιώκει να γίνει ο Θρηνωδός της χειρότερης συμφοράς που γνώρισε το Γένος, και ταυτόχρονα, ο Προφήτης-Ραψωδός της Ανάστασής του. Το ποίημα στοχεύει στο να προκαλέσει την Εθνική Μνήμη, κρατώντας την σε ετοιμότητα, για τις μελλοντικές γενιές, εφόσον η διατήρησή της εγγυάται την επιβίωση του Έθνους. Η ελπίδα για  μελλοντικό ειρηνικό επαναπατρισμό, αποτελεί παρηγοριά για την Εθνική Τραγωδία του 1922, καθώς και η πεποίθηση πως η μακραίωνη ιστορία της Μικράς Ασίας είναι αναφαίρετο προνόμιο και κληρονομιά των Ελλήνων.

Σε πολλά ποιήματα της πρώτης ενότητας της συλλογής, όπως στη « Χάρμη», η αδιάλειπτη ιστορική παρουσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία αποδεικνύεται από την ποιητική αναδρομή του παρελθόντος: η μυθολογική-ιστορική αλυσίδα περνά από την Αργοναυτική  Εκστρατεία  και  τον Τρωικό Πόλεμο στην ακμή των Ιώνων και Αιολέων, στη περιπλάνηση των Μυρίων, και έπειτα στην ίδρυση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Επιγόνων του, και από εκεί στον ελληνορωμαιοχριστιανικό πολιτισμό του Βυζαντίου και στην Άλωση της Βασιλεύουσας.

Στο ποίημα «Σμύρνη» της δεύτερης ενότητας ο ποιητής  νοσταλγεί, αρχικά, τα « θέλγητρα » της πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικης Σμύρνης για να καταλήξει στο συμπέρασμα :
«Μα εσύ δε θα ξαναχαρής το γέλιο που σου  μοιάζει:
Αιώνια πια σα σύννεφο βαρύ θα σε σκεπάζη
το μαύρο και αιματόβαφο του Χρυσοστόμου ράσο!».

Ο Χρυσόστομος- ειρήσθω εν παρόδω- ήταν ο Μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος , κατά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, στις 27 Αυγούστου 1922, βρήκε φρικτό θάνατο, μαζί με αρκετά μέλη της δημογεροντίας της Σμύρνης από τον τουρκικό όχλο.

Στο ποίημα «Αίνος και Θρήνος» ο ποιητής εξυμνεί τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Συγκεκριμένα, οι «Ελληνικές Μεραρχίες,» οι οποίες παρομοιάζονται με « ένα Ουράνιο Τόξο που έπεσε στη Γη», αναπτύχθηκαν με τόσο ενθουσιασμό, δυναμισμό στις αχανείς εκείνες εκτάσεις, γιατί εμφορούνταν από το συναίσθημα ότι επέστρεφαν σε πανάρχαιες ελληνικές εστίες, από τις οποίες το κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο είχε εκδιωχθεί σταδιακά, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης οθωμανικής τυραννίας. Οι Έλληνες στρατιώτες είχαν, όπως λέει ο Ναυπάκτιος δημιουργός στο εν λόγω  ποίημα, « ένα φρόνημα »  και  σύνθημα το γνωστό από το έργο « Πέρσες» του Αισχύλου: « Ίτε παίδες Ελλήνων». Έτσι εξηγείται η παρομοίωση « σαν να είχαν τη Γιορτή τους, το Πάσχα τους» Η εδραίωση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή θα ήταν προς όφελος όλων των πληθυσμών που διαβιούσαν εκεί, μουσουλμανικών και μη.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι το πολεμικό επίτευγμα των Ελλήνων στρατιωτών στη Μικρά Ασία, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν, είναι από τα μεγαλύτερα της Νεώτερης Ιστορίας μας. Όπως  λέει και ο ίδιος ο λογοτέχνης  στο «Πρόλογο» της συλλογής : «Και δεν πρέπει να το συσκοτίζη η τραγική κατάληξη…Του ανήκει πας Αίνος».

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Το Χρονικό της απελευθέρωσης της Ναυπάκτου

Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου από το Δήμο Ναυπακτίας, το Σάββατο,18 Απριλίου 2015, πραγματοποιήθηκε εσπερίδα στην Παπαχαραλάμπειο Αίθουσα της πόλης μας, αφιερωμένη στο «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου». Το  «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου» παρουσίασε με εισήγησή του ο φιλόλογος και μέλος του Συνδέσμου Φιλολόγων Ναυπακτίας Χαράλαμπος Ψαρρός.

Του Χαράλαμπου Ψαρρού, φιλολόγου
 

Χρονικό Απελευθέρωσης Ναυπάκτου

Αγαπητοί φίλοι,

Σα σήμερα, πριν από 190 περίπου χρόνια, η Ναύπακτος ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Το
σπουδαίο αυτὀ για τη μικρἠ μας πόλη γεγονός, που συμπίπτει χρονολογικά  και με την
ανεξαρτητοποίηση ολόκληρης της πατρίδας, θα σκιαγραφήσουμε σήμερα σε αδρές γραμμές με
τη φιλοδοξία να ενισχύσουμε τα νήματα που μας συνδέουν με το παρελθόν μας.
Η Ναύπακτος βρισκόταν υπό Ενετική κατοχή από το 1407 έως το 1499, οπότε καταλήφθηκε
από τους Τούρκους. Οχυρωμένη από το Ενετικό της κάστρο με τα βαριά κανόνια και από τα
καστέλια Μωριά και Ρούμελης ( Ρίου και Αντιρρίου), αποτελούσε το σταθμό ανεφοδιασμού του
Τουρκικού στόλου,φοβερό ορμητήριο και κέντρο ελέγχου του Κορινθιακού κόλπου.
Για τους λόγους αυτούς, οι επαναστατημένοι Έλληνες από νωρίς θεώρησαν ως στρατηγικό τους
καθήκον την άλωση της πόλης. Οι πολλές όμως προσπάθειες που έγιναν προς την κατεύθυνση
αυτήν δεν ευοδώθηκαν και η πόλη συνέχισε να ζει υποδουλωμένη ( χαρακτηριστική είναι η
προσπάθεια πυρπόλησης του Τουρκικού στόλου με πρωτεργάτη το ναύτη Γεώργιο Παξινό -το
γνωστό μας Ανεμογιάννη). Μία εκστρατεία μάλιστα που οργανώθηκε στα χρόνια του Λόρδου
Βύρωνα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω διαφωνιών των ηγετών της και μη ικανοποιητικής
οργάνωσης.
Όταν η απελευθέρωση πλησιάζει,και μετά το Ναβαρίνο, ( έτος  1829 ), το ψυχολογικό και
διπλωματικό κλίμα αλλάζει και η κατάληψη της πόλης θεωρείται πλήρως αναγκαία εφόσον η
κατοχή της θα έπαιζε ρόλο στον καθορισμό των ορίων του νέου Ελληνικού κράτους από τις
προστάτιδες δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό ο αδελφός του Καποδίστρια, Αυγουστίνος,
τοποτηρητής του Κυβερνήτη,που δε διακατέχεται από το φάντασμα των αποτυχιών του
παρελθόντος, δίνει τέρμα στους δισταγμούς της στρατιωτικής ηγεσίας και  διατάσσει στις 25
Φεβρουαρίου 1829 τον αποκλεισμό των φρουρίων Ναυπάκτου - Αντιρρίου από θάλασσα και
στεριά. Μετά από σφοδρό και ενθουσιώδη κανονιοβολισμό, το φρούριο του Αντιρρίου
παραδίδεται και έτσι ενθαρρύνεται η παράδοση της Ναυπάκτου που επιτυγχάνεται μετά από
στενή πολιορκία και βομβαρδισμό του φρουρίου της. Η ισχυρή Τουρκική φρουρά ( 5000 άνδρες) 
φαίνεται ότι θα προβάλει σθεναρή αντίσταση και γι αυτό η πόλη αποκλείεται ολοκληρωτικἀ.
Ελληνικά σώματα υπό τους Τζαβέλλα, Φαρμάκη και Μαστραπά καθώς και ιππικό υπό τον
Χατζηχρήστο δημιουργούν στενό κλοιό γύρω από τα ογκώδη τείχη, που δεν προκαλούν πια το
δέος του παρελθόντος, ( γίνονται μάλιστα και προσπάθειες υπονόμευσης τους) ενώ το πολεμικό
“Ελλάς” με πλοίαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη και άλλα μικρότερα πλοία, κανονιοβολούν το φρούριο
και αποκόπτουν κάθε επικοινωνία της πόλης. Ο ίδιος ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας,
μαέστρος της διπλωματίας, άλλοτε με τα γλυκά λόγια , άλλοτε με τις φοβέρες, πιέζει τα
πράγματα προς την Τουρκική πλευρά. Η επιβλητική επιτόπια παρουσία του  και η στενότατη
πολιορκία ( περίπου 40 ημερών με στέρηση όλων των αναγκαίων της φρουράς και χωρίς
ελπίδα για βοήθεια ) οδηγεί τον Κιορ Ιμβραήμ Πασά, αρχικά σε ανακωχή, και αργότερα στην
υπογραφή του συμφωνητικού της παράδοσης. Οι τουρκικές οικογένειες με την κινητή περιουσία
τους και οι στρατιώτες με τα όπλα τους, θα αναχωρήσουν από την πόλη με πλοία προς την
Πρέβεζα και κατόπιν οι ελληνικές δυνάμεις θα μπουν στο φρούριο. Στις 18 Απριλίου η Τουρκική
σημαία υποστέλλεται και ο συνταγματάρχης Πιέρης που αργότερα διορίζεται φρούραρχος
Ναυπάκτου και Αντιρρίου, επικεφαλής 250 ανδρών, είναι οι πρώτοι Έλληνες που πατούν στο
κάστρο και στήνουν την ελληνική σημαία. Στις 22 Απριλίου, αφού ολοκληρώνονται οι
διαδικασίες, μπαίνουν θριαμβευτικά στην πόλη όλα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η μετακίνηση των Τούρκων έγινε τόσο άψογα, ώστε ο τέως Τούρκος
φρούραρχος της Ναυπάκτου,  από την Πρέβεζα,  έστειλε θερμότατες ευχαριστήριες επιστολές
στον Τοποτηρητή και στον ναύαρχο Μιαούλη. Την πόλη επισκέπτεται ο Κυβερνήτης που
ανακουφισμένος διανέμει δώρα στο στρατό για την επιτυχία του, πράγμα που υπογραμμίζει την
σημασία της απελευθέρωσης ενόψει των διαβουλεύσεων για τον καθαρισμό των ορίων του
Νεοελληνικού κράτους. Στις 28 Απριλίου ο Αυγουστίνος Καποδίστριας  επιθεωρεί την πόλη,
που ξεκινά πλέον τον ελεύθερο βίο της,  μέσα σε κλίμα αποθεωτικής υποδοχής  για το
πολυαναμενόμενο από αιώνες γεγονός.
Από το 1930 οι Επαχτίτες γιορτάζουν την απελευθέρωση και μνημονεύουν τη μέρα αυτή της
λευτεριάς, η οποία όμως, για να προσλἀβει το  επἰκαιρο νὀημα της, πρέπει να ενταχθεί στο
σήμερα.
Τέτοιοι εορτασμοί, βλέπετε,  είναι συχνά διφορούμενοι: από τη μία αποδίδουν την οφειλόμενη
μνήμη και τιμή στην περἰσταση,  από την άλλη όμως κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν σε
επικολυρικό πανηγυρικό ή σε εγκυκλοπαιδική αναφορά που αποξηραίνει το καθοριστικό
ιστορικό γεγονός. Δεν αρκεί η απαρίθμηση γεγονότων που βρίσκονται στο συλλογικό εθνικό
ασυνείδητο. Την ομορφιά τους, έχω την γνώμη, πολύ πιο συναισθηματικά τη βιώνει όποιος
ψιθυρίζει τα πρώτα λόγια του Ύμνου και νιὠθει πἀνω του το αδυσὠπητη όψη της Ελευθερἰας.
Τι να πείς άλλωστε για εποχές και ανθρώπους που “τα χρώματα δεν τα γνωρίζανε/ πάρεξ το
μαύρο και το άσπρο”. Για να παραφράσουμε το Σολωμό, η ιστορία είναι όμορφη και
ενδιαφέρουσα αλλά δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα μετά από 200 χρόνια.
Πρέπει, ο καθένας μας, να εντάξει την Ελληνική αυτή στιγμή στο ηθικό - εθνικό της πλαίσιο. Το
έθνος με όλα τα βαθιά του ένστικτα ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας ντυμένον
εθνικά. Ποιά είναι αυτά τα βαθιά Ελληνικά ένστικτα, τα οποία μπορεί κανείς να ψηλαφίσει και
από τα οποία μπορεί να εμπνευστεί σήμερα, στο Χρονικό που προηγήθηκε;
Αγάπη για την ελευθερία, πατριωτισμός, ευστροφία και ετοιμότητα, πρωτοβουλία και
ρομαντισμός, λεβεντιά, πείσμα και καρτερικότητα, γενναιοδωρία. Αξίες μοναδικές, Ελληνικές,
βαθιά αξιοπρεπείς, και γι΄αυτό ανθρώπινες.
Ερώτημα: Ελπίζω, όχι ρητορικό: Τα τιμούμε αυτά σήμερα ή πρωτεύουν άλλα,ξένα προς τα
προηγούμενα,  ελληνικά και αυτά, που καταδεικνὐουν τις γονιδιακές μας αντιφάσεις ; Να
χαλάσουμε τις καρδιές μας και να τα πούμε; ασυδοσία, φιλοκατηγορία, επιπολαιότητα,
μικροψυχία, εριστικότητα, φλυαρία, υπερφροντίδα για την ατομική άνεση. Όχι ότι δεν τα είχαν
και οι φουστανελοφόροι πρόγονοί μας αυτά. Τα είχαν, ίσως και πιο οξυμένα.
Τους έσωζε όμως και μια σπουδαία ελληνική αρετή διἀχυτα ευρισκὀμενη σε ὀλες τις
προηγοὐμενες, καθαρά ενστικτώδης, μία μοναδική στον κόσμο λέξη--φιλότιμο. Μ’ αυτό ο
Έλληνας υπερκάλυπτε την έλλειψη αγωγής, ρύθμιζε τους τρόπους συμπεριφοράς του, έλεγχε
τη “ρωμέικη εξυπνάδα” που τόσο κακό μας έχει προξενήσει ως λαό, τόσο μεταξύ μας όσο και
στις σχέσεις μας με τους ξένους. Διασφάλιζε την επικράτηση της κοινής λογικής, πολλές φορές
μάλιστα ήταν αποτρεπτικό παρανομίας στο καθημερινό γίγνεσθαι. Το φιλότιμο ήταν αποτέλεσμα
της αρχής ότι η ουσία της ζωής βρίσκεται στη γνωριμία του εαυτού μας, στην αλληλεγγύη, στην
πίστη ότι η συμβίωση, το συν-εἰναι,  είναι ο ορισμός της ζωής και γι αυτό πρέπει να
προστατεύεται Το φιλότιμο εκφραζόμενο με απλές πράξεις, χωρίς προσποιήσεις, ανήκει στις
ενέργειες που κάνουν κάθε άνθρωπο υπερήφανο.
Ας κρατήσει ο καθένας μας  αυτό, από το σημερινό χρονικό, χωρἰς μεγάλα και εὐκολα λόγια που
συσκοτίζουν την ατομική ευθύνη . Ας θεωρήσει ο καθένας μας την ανἀγκη αυτή του φιλότιμου
ως αληθινή εκδήλωση πατριωτισμού και ας το επαναφέρουμε στις εκδηλώσεις μας,ως πομποί ή
λήπτες του,για να αναδεἰξουμε το παρελθόν σε ζώσα πραγματικότητα συνέχειας και όχι σε
μουσειακὀ εἰδος, για να υπηρετήσουμε όλοι μαζί, όπως εκείνοι, ένα κοινό όνειρο, ένα συλλογικό
έργο.

                                                                                        Σας ευχαριστώ.

18 Απριλίου 2015: Το «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου»


Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου από το Δήμο Ναυπακτίας, το Σάββατο,18 Απριλίου 2015, πραγματοποιήθηκε εσπερίδα στην Παπαχαραλάμπειο Αίθουσα της πόλης μας αφιερωμένη στο «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου». Το  «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου» παρουσίασε με εισήγησή του ο φιλόλογος και μέλος του Συνδέσμου Φιλολόγων Ναυπακτίας Χαράλαμπος Ψαρρός. Η λογοτέχνης και ποιήτρια Αργυρούλα Καρδασοπούλου απήγγειλε ποιήματά της με θέμα τον ηρωικό αγώνα των Ελληνίδων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ο Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών, Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος, παρουσίασε σχετική με το θέμα  ιστορική μελέτη για την οργάνωση και τη διοίκηση της Ναυπάκτου στα πρώτα ελεύθερα βήματά της. Την εκδήλωση συνόδευσε λυρικά η παραδοσιακή ορχήστρα του Άγγελου Σταθόπουλου.
Ο Σ.ΦΙ.Ν. με χαρά θα δημοσιεύσει στο παρόν ιστολόγιο τις ομιλίες των εισηγητών. Εν αναμονή, λοιπόν...
Μπορείτε να δείτε το βίντεο του Δημήτρη Ιωάννου με αποσπάσματα από την εκδήλωση:



ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

Της ΜΑΡΙΑΣ ΔΡΟΓΓΙΤΗ, 
Προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Ναυπακτίας
Η ακόλουθη εισήγηση παρουσιάστηκε στην Παπαχαραλάμπειο Αίθουσα, στις 15 Απριλίου 2015,
σε εκδήλωση με θέμα «Οι Σουλιώτες της Ναυπάκτου και το διαχρονικό ήθος του πρωτοκαπετάνιου Μάρκου Μπότσαρη», που οργάνωσε ο Δήμος Ναυπακτίας σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Φιλολόγων Ναυπακτίας στα πλαίσια του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου.

ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

Σεβασμιότατε,κύριε Δήμαρχε, κύριοι αντιδήμαρχοι,
κυρίες και κύριοι,

Απ'όλα έχεις Έπαχτε
όμορφα και ωραία
έχεις το λιμανάκι σου,
θαύμα! Την προκυμαία.
Ρομαντικά τα κάστρα σου,
κρύσταλλα τα νερά σου
πανώρια τα πλατάνια σου
πανώρια κι η θωριά σου..
θρύλος η ιστορία σου
τα θέλγητρά σου ..μάγια
τους καπεταναίους ζωντανούς
απάνω στα μουράγια..

Το απόσπασμα είναι από το ποίημα <<Ναύπακτος>>του Αθανάσιου Δράκου, απόγονου του Γεωργάκη Δήμου Δράκου,γόνου μιας μεγάλης Σουλιώτικης οικογένειας που αγωνίστηκε στη διάρκεια της επανάστασης και εγκατάστάθηκε μαζί με άλλους 446 Σουλιώτες στη Ναύπακτο από την έξοδο του Μεσολογγίου μέχρι το1834, όχι ο ίδιος , γιατί προτίμησε τον έντιμον θάνατον παρά την άτιμον ζωήν όταν τον έπισαν οι Τούρκοι,.
Σε αυτούς τους καπεταναίους είναι αφιερωμένη η αποψινή εκδήλωση, στους Σουλιώτες που ήρθαν αγωνίστηκαν και αυτοί για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου και έγινε η πατρίδα τους.
Επιτρέψτε μου και ακολουθείστε με σε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Ναυπάκτου γιατί ο εποικισμός των Σουλιωτών δεν είναι ο πρώτος. Η ιστορία της Ναυπάκτου ξεκινάει από το 12ο αι. π.Χ. Η γεωγραφική -στρατηγική της θέση στο στόμιο του κλειστού παλιότερα Κορινθιακού κόλπου ήταν η αιτία να γίνει η Ναύπακτος αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δυνατών κάθε εποχής επιφέροντας και δημογραφικές μεταβολές,συχνά σε βάρος των γηγενών.
Το 454 π.χ οι Αθηναίοι εγκαθιστούν στην πόλη μεγάλο αριθμό Μεσσηνί-
ων που είχαν εκδιωχθεί από τους Λακεδαιμονίους.Θα πραμείνουν περίπου
εκατό χρόνια και το 369 θα αναγκαστούν να μετοικίσουν στη Σικελία. Ο ρους της ιστορίας συνεχίζεται..ακολουθούν οι Ρωμαιοι και εναλλάσσονται οι Βενετοί με τους Τούρκους ,ακόμη και οι πειρατές και τελικά οι Τούρκοι με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699 μέχρι την απελευθέρωσή της στις 18 Απριλίου 1829 γεγονός που γιορτάζεται με ποικίλες εκδηλώσεις από το δήμο Ναυπακτίας.

Στα τέλη του1803 οι Σουλιώτες κατόπιν συμφωνίας με τον Αλή πασά εκκένωσαν το Σούλι μετα από μακροχρόνιους αγώνες. Από τότε αρχίζει η περιπλάνησή τους. Αρχικά εγκαθίστανται στα Ιόνια νησιά. Η ελπίδα της επιστροφής τούς οδηγεί να συμμαχήσουν με τους Τούρκους,αλλά και με τον παλιό εχθρό, τον Αλή πασά. Οι ελπίδες αποδεικνύοναι φρούδες και μετά από μια σύντομη επιστροφή στο Σούλι, φεύγουν οριστικά πια για τα Επτάνησα.
Το Γενάρη του 1823, όταν η έλληνική επανάσταση έχει επεκταθεί, ζητούν από τους Άγγλους να τους επιστραφούν τα όπλα τους και να τους επιτρα- πεί να αναχωρήσουν προς την επαναστατημένη Ελλάδα προς εξεύρεση τόπου ασφαλούς και δυναμένου να θρέψει αυτούς και τας οικογενείας των. Επίσημη άδεια δεν δόθηκε ,με την ανοχή των Άγγλων πέρασαν στην Στερεά Έλλάδα, κυρίως στο Μεσολόγγι, αλλά και αλλού.
Εκεί οι Σουλιώτες συμμετέχουν στον αγώνα των Μεσολογγιτών και μερικοί από αυτούς που αργότερα θα εγκατασταθούν στη Ναύπακτο,είναι πρωταγωνιστές. Ο αγώνας των Σουλιωτών αυτών αποτυπώνεται έξοχα από το Διονύσιο Σολωμό στους Ελεύθερους Πολιορκημένους στο Β΄Σχεδίασμα: 
Στέκει ο Σουλώτης ο καλός παράμερα και κλαίει
Έρμο τουφέκι σκοτεινό τί σ'έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου γινες βαρύ και ο Αγαρηνός το ξέρει
Επίσης στο Α΄Σχεδίασμα ..
Αμέριμνον όντας /τ'αράπη το στόμα
Σφυρίζει,περνώντας στου Μάρκου το χώμα....
Εννοώντας τον τάφο του Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη που σκοτώθηκε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου το 1823 και μεταφέρθηκε και τάφηκε με τιμές στο Μεσολόγγι.Από τη συμμετοχή τους αυτή απέκτησαν το δικαίωμα εγκατάστασης σε συνοικίές της Ναυπάκτου και του Αγρινιου.
Το 1829 τα πράγματα διαγράφονται ευνοικότερα για τους Σουλιώτες και
από εξωτερική πολιτική άποψη και από εσωτερική στρατιωτική έκβαση .
Το πρωτόκολλο του Λονδίνου( Μάρτιος 1829) προεκτείνει τα ελληνικά σύνορα στην γραμμή Αμβρακικού -Παγασητικού. Με επιμέρους συνθήκες παραδίνονται στους Έλληνες τα Ακαρνανικά κάστρα και τα Αιτωλικά φρούρια,ανάμεσα σε αυτά και η Ναυπακτος που προσφέρεται ως μοναδική ευκαιρία εποίκησης στους Σουλιώτες, πρώτα , γιατί άπαρτη ως τότε ανήκε με την περιοχή της σε Τούρκους αξιωματούχους και αποτελεί εθνικό κτήμα και δεύτερα, επειδή οι Σουλιώτες πρωτοστάτησαν την απελευθέρωσή της ,αφού την Α΄χιλιαρχία διοικούσε ο Κίτσος Τζαβέλας
και παρ' ολίγο τη Β΄ ο Νότης Μπότσαρης, αν δεν αντιδρούσαν οι Ρουμελιώτες.
Στα απομνημονεύματα Κασομούλη διαβάζουμε:<< Οι υπό τον Τζαβέλα Σουλιώται εις Ναύπακτον, οικειοποιηθέντες τας καλυτέρας τουρκικάς οικίας, κατέλαβον αυτάς δικαιωματικώς. Οι υπ' αυτόν στρατιωτικοί, συγκείμενοι το μέγα μέρος από Ρουμελιώτας της Δυτικής Ελλάδος και οι λοιποί επαρχιώται αγανακτούντες άρχισαν να τους αποστρέφονται δια την φιλαυτίαν των>>.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης σημειώνει: 'Ετσι έγινε τέλος , αρχή να λυθεί το ζήτημα της εγκατάστασης των βασανισμένων Σουλιωτών. Από τότε τα καλύτερα σπίτια των πλουσίων μπέηδων του Επάχτου και τα μεγάλα κτήματα μείναν στην ιδιοκτησία των πιο σημαντκών οικογενειών . Οι ντόπιοι αγωνιστές της επαρχίας πήραν πολύ λιγότερα.
Και νεότεροι συγγραφείς επισημαίνουν τα προβλήματα που προέκυψαν από την εγκατάσταση των Σουλιωτών με τους ντόπιους. Ο Ντίνος Μακρυγιάννης αναφέρει ότι μετά την αποχώρηση των Τούρκων οι ντόπιοι χριστιανοί και λίγοι οθωμανοί αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά των κατοίκων της πόλης . Σε αυτούς προστέθηκαν οι Σουλιώτες. Οι Σουλιώτικες οικογένειες Τζαβελαίων ,Μποτσαραίων ,Βεικαίων και άλλων κατέλαβαν και οικειοποιήθηκαν τα καλύτερα σπίτια. Έτσι εξηγείται ότι ακόμη και σήμερα τα καλύτερα σπίτια και αγροκτήματα εξακολουθούν να είναι ιδιοκτησίεςτων οικογενειών ή απογονων αυτών.
Οι ταλαίπωροι ντόπιοι αγωνιστές και οπλαρχηγοί των Κραβάρων έμειναν
έξω από τη μοιρασιά και πολλοί λίγοι από αυτούς σπιτώθηκαν σε άθλια και υγρά παραπήγματα.
Πόσοι όμως Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο; Σύμφωνα με τον ονομαστικό κατάλογο που διέσωσε ο ιστοριοδίφης και λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης(Ναυπακτιώτης από τον πατέρα του και από Σουλιώτες πρόσφυγες η μητέρα του) το 1834 είχαν εγκατασταθεί ση Ναύπακτο 446 άτομα ,ανήκοντα σε 129 οικογένειες.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιστολών από ντόπιους κατοίκους προς την Κυβέρνηση ,τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και την Εθνοσυνέλευση όπου διατυπώνουν έντονα παράπονα για αδικίες, παραβίαση δικαιωμάτων μέχρι και ραβδισμούς από την πλευρά των Σουλιωτών καπεταναίων, αλλά και επιστολές Σουλιωτών που ζητούν επιπλέον δικαιώματα και κατοχύρωση αυτών που κατέχουν με επιχείρημα την πολύχρονη ταλαιπωρία τους και την προσφορά τους στους αγώνες του έθνους για την απελευθέρωση.
Οι προστριβές κράτησαν μερικά χρόνια δηλητηριάζοντας τη χαρά του ελεύθερου βίου. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση . Το δίκιο και οι
προσδοκίες και των δύο πλευρών ήταν μεγάλες, αγωνίστηκαν και περίμεναν αναγνώριση και ανταπόδοση από την πατρίδα, όμως οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις και το Βουλευτικό Σώμα υπόσχονταν ρητά, προφορικά και γραπτά μοίρασμα της εθνικής γης, ειδικότερα στους Σουλιώτες, στους αγωνιζόμενους για τη λευτεριά και γενικότερα σε όλους τους ακτήμονες Έλληνες. Ο τρόπος διαχείρισης των εθνικών κτημάτων αντί να ανακουφίσει τους Έλληνες και να αποτελέσει βάση προόδου του νεοσύστατου κράτους,δέσπειρε και ανέθρεψε μίση, διχόνοιες ,αντιπαραθέσεις, το πελατεικό κράτος, προβλήματα από τα οποία υποφέρουμε ακόμα και σήμερα 186 χρόνια μετά.
Ο χρόνος άμβλυνε τις αντιθέσεις..η μοίρα πλέον κοινή.Πολλοί Σουλιώτες προόδευσαν,αγάπησαν τη νέα τους πατρίδα, συνέβαλαν στην πρόοδό της.
Κάποιοι όμως πέθαναν πικραμένοι και φτωχοί. Το 1853 πεθαίνει ως ξένος ο Κώστας Μπότσαρης, πιο τυχερός Ο Νότης αλλά χωρίς να δει να ελευθερώνεται το Σούλι. Στην ψάθα θα πεθάνει ο Γεώργιος Κίτσος που θα ταφεί με έρανο..πικραμένος φευγει και ο Κίτσος Τζαβέλας.
Σήμερα, ανατρέχοντας σε εκείνη τη δύσκολη εποχή, αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη των Σουλιωτών για αναγνώριση των αγώνων τους ,της προσφοράς τους της ταλαιπωρίας τους. Η Ναύπακτος στο πέρασμα των αιώνων είναι μια πόλη ανοιχτή να δέχεται και να αφομοιώνει όλους όσους αναγκάζονται για ιστορικούς λόγους ή επιλέγουν σε περίοδο ειρήνης ως τόπο διαμονής τους τη Ναύπακτο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ελευθερία και η πορεία αυτής της πόλης είναι αποτέλεσμα και των αγώνων των Σου
λιωτών .

Από τα βουνά του Σουλίου στην απελευθέρωση της Ναυπάκτου. Το πατριωτικό φρόνημα των Σουλιωτών στον αγώνα της Εθνεγερσίας.

Ο Παναγιώτης Μανιώτης είναι φιλόλογος και εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.
 Η συγκεκριμένη εργασία παρουσιάστηκε στην Παπαχαραλάμπειο Αίθουσα, στις 15 Απριλίου 2015,
σε εκδήλωση με θέμα «Οι Σουλιώτες της Ναυπάκτου και το διαχρονικό ήθος του πρωτοκαπετάνιου Μάρκου Μπότσαρη», που οργάνωσε ο Δήμος Ναυπακτίας σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Φιλολόγων Ναυπακτίας στα πλαίσια  του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου.
Του Παναγιώτη Μανιώτη, φιλολόγου

Από τα βουνά του Σουλίου στην απελευθέρωση της Ναυπάκτου. Το πατριωτικό φρόνημα των Σουλιωτών στον αγώνα της Εθνεγερσίας.

Ξεφυλλίζοντας τη λαμπρή ιστορία του έθνους μας, θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε πολλά γεγονότα και ηρωικές μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Σε ανθρώπους στους οποίους, όπως υποστηρίζει ο Αριστόβουλος Μάνεσης2, το δίλημμα «ελευθερία ή θάνατος» έγινε καθημερινό βίωμα, σε ηρωικές παρουσίες που επέλεξαν το θάνατο, επειδή ακριβώς ήθελαν να ζήσουν ελεύθεροι. Ανάμεσα σε αυτούς τους αγωνιστές ξεχωριστή θέση έχουν και οι χιλιοτραγουδισμένοι Σουλιώτες, οι οποίοι με τους ηρωικούς τους αγώνες προετοίμασαν το έδαφος και προδιέγραψαν την έκβαση του Αγώνα της Εθνεγερσίας.

Οι Σουλιώτες αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στο Τετραχώρι, μια συμπολιτεία τεσσάρων χωριών -το Σούλι, την Κιάφα, το Αβαρίκο και τη Σαμονίβα- που κατοικούνταν από 450 οικογένειες κατανεμημένες σε φάρες. Τα χωριά αυτά  ήταν χτισμένα στις βραχώδεις και απόκρημνες πλαγιές των Κασσιόπιων ορέων, περιβάλλονταν από αδιάβατα φυσικά οχυρώματα και η πρόσβασή τους γινόταν μόνο από ένα μονοπάτι3. Στα ανώμαλα ανηφορικά σημεία του μονοπατιού αυτού υπήρχαν οχυρωμένοι πύργοι, οι οποίοι εξασφάλιζαν την απόλυτη προστασία και ασφάλεια στην περιοχή. Αργότερα, δημιουργήθηκαν στις πιο χαμηλές πλαγιές του βουνού άλλα επτά χωριά -το Τσικούρι, το Περιχάτι, η Βίλια, το Αλσοχώρι, οι Κοντάτες, η Γκιονιάλα και το Τσεφλίκι- που τα ονόμασαν συνολικά Επταχώρι4.  Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία λειτουργούσε αυτόνομα, με δικούς της νόμους, στρατό, νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα.

Στον έλεγχο των Σουλιωτών περιήλθαν σταδιακά άλλα εξήντα περίπου χωριά του Παρασουλίου, τα οποία απέσπασαν από τους αγάδες του Μαργαριτίου και της Παραμυθιάς και τους πασάδες των Ιωαννίνων5. Έτσι, οι κάτοικοι του Παρασουλίου απαλλάχθηκαν από την τουρκική δουλεία. Έδιναν, όμως, φόρο στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία, στο πλαίσιο της οποίας ζούσαν ελεύθεροι στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα κάτω από συνθήκες άμεσης Δημοκρατίας.

Η βάση του πολιτεύματός τους ήταν οι σαράντα επτά φάρες, οι οποίες συγκροτούνταν από οικογένειες που είχαν κοινό γενάρχη6. Η κάθε φάρα εκπροσωπούνταν στη Βουλή, «το Κριτήριον της Πατρίδος» όπως το ονόμαζαν οι ίδιοι, από τον αρχηγό της πιο παλιάς και πιο τιμημένης οικογένειας. Στο Σούλι λειτουργούσε επίσης και η Εκκλησία του Δήμου, την οποία συγκαλούσαν, προκειμένου να συζητήσουν και να αποφασίσουν  κυρίως για πολεμικά ζητήματα.

Οι Σουλιώτες υπήρξαν ξεχωριστοί ως προς το φρόνημα, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους. Ήταν ολιγαρκείς, εξαιρετικά σκληραγωγημένοι, συνηθισμένοι στη σωματική κακουχία και στη σκληρή ζωή, χαρακτηριστικά καθόλου άσχετα με τη φύση του δυσπρόσιτου και άγονου τόπου τους. Η πατρίδα και η ελευθερία ήταν για τους Σουλιώτες βασικός κανόνας και όρος της ζωής τους και οι αγώνες τους εναντίον όσων προσπαθούσαν να τους στερήσουν αυτά τα αγαθά ήταν διαρκείς. Διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών και των υποσχέσεών τους, θεωρώντας ιερό το λόγο τιμής, τη γνωστή  «μπέσα».

Από μικρά παιδιά μάθαιναν να χειρίζονται τα όπλα, «τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι»7. Περικυκλωμένοι πάντα από εχθρούς και ολιγάριθμοι, έμαθαν να χρησιμοποιούν ιδιότυπη πολεμική τακτική, που προέκυψε από τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους. Ενώ οι εχθροί τους συνήθιζαν να πολεμούν στο φως της ημέρας, οι Σουλιώτες όχι μόνο δεν απέφευγαν τις νυκτερινές επιχειρήσεις, αλλά τις επεδίωκαν και ήταν φημισμένοι νυκτομάχοι.  Επίσης, συνήθιζαν να μάχονται σε ευθεία γραμμή ακροβολισμού, τοποθετημένοι σε αραιά διαστήματα μεταξύ τους8. Ακολουθώντας αυτές τις τεχνικές, έδιναν την εντύπωση στον εχθρό ότι ήταν πολλαπλάσιοι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Είναι αυτονόητο ότι οι αρχηγοί τους πολεμούσαν επικεφαλής των ανδρών τους «πάντα οι πρώτοι στη φωτιά»9, εκτεθειμένοι περισσότερο από όλους στα πυρά των εχθρών. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την εκτίμηση και το σεβασμό των ανδρών τους και προκαλούσαν το φόβο στους αντιπάλους τους, πολλοί από τους οποίους συχνά υποχωρούσαν, όταν διέκριναν στην αντίπαλη πλευρά κάποιον από τους γνωστούς Σουλιώτες πολέμαρχους10.

Οι Σουλιώτισσες κατείχαν ιδιαίτερη θέση και έχαιραν τιμής και σεβασμού στη σουλιώτικη κοινωνία. Όταν μεταξύ των ανδρών προέκυπταν διαφορές, μεσολαβούσαν οι ίδιες και τις διευθετούσαν11. Εξασκημένες και αυτές στα όπλα, πολεμούσαν στο πλευρό των αντρών τους με απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία, όπως δηλώνεται από την πληθώρα των σχετικών αναφορών στα περισσότερα δημοτικά τραγούδια. Άλλοτε, όταν δεν χρειάζονταν στη μάχη, μετέφεραν πολεμοφόδια, τρόφιμα και άλλα εφόδια στους μαχόμενους άνδρες τους και τους εμψύχωναν. Όπως οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες, αποστρέφονταν και απέρριπταν ως σύζυγο τον άνδρα που τον ακολουθούσε η φήμη ότι κάποια στιγμή στη μάχη δείλιασε ή φυγομάχησε12. Η Τζαβέλλαινα, η Λένω Μπότσαρη, η Δέσπω, τα κατορθώ-ματα των οποίων παρακολούθησε βήμα προς βήμα και εξύμνησε η ανόθευτη δημοτική Μούσα, έγιναν συνώνυμα της γυναικείας αγωνιστικότητας και της ιδιαίτερης δυναμικής που ανέπτυξαν οι γυναίκες στα κακοτράχαλα βουνά του Σουλίου.

Τον 18ο αιώνα η κυριαρχία των Σουλιωτών είχε παγιωθεί στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ηπείρου και, όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι αγάδες της περιοχής δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια ανεξάρτητη χριστιανική εστία, η οποία μάλιστα είχε αναδειχθεί σε κέντρο εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή. Οκτώ πόλεμοι Τούρκων και Τουρκαλβανών εναντίον των Σουλιωτών (1731, 1754, 1759, 1762, 1772, 1774, 1780, 1780-1790) παρουσιάζονται από το Χριστόφορο Περραιβό, ο οποίος παραμένει η κύρια πηγή πληροφοριών για τη συγκεκριμένη περίοδο13.

Ο μεγάλος, όμως, αντίπαλος των Σουλιωτών, μετά το 1787, υπήρξε ο Αλή πασάς, ο οποίος, μην μπορώντας να ανεχτεί την αντεξουσία τους στην καρδιά της επικράτειάς του, ξεκινάει μία ανελέητη επίθεση εναντίον τους.

Το 1792 συλλαμβάνει με δόλιο τρόπο το Λάμπρο Τζαβέλλα και κάνει επίθεση στο Σουλιώτες, οι οποίοι όμως αντιστέκονται σθεναρά. Τότε ο πανούργος πασάς στέλνει το Λάμπρο Τζαβέλλα στο Σούλι, για να διαπραγματευθεί με τους δικούς του ανθρώπους την παράδοση της περιοχής τους. Ως εγγύηση για την εκπλήρωση της αποστολής του, ο Αλή πασάς κρατάει ως όμηρο το γιο του Λάμπρου Τζαβέλλα, Φώτο.  Ο Σουλιώτης πολέμαρχος, όμως, ενεργεί αντίθετα με την επιθυμία και τις εντολές του Αλή, και όχι μόνο δεν διαπραγματεύεται την παράδοση του Σουλίου αλλά στέλνει στον πασά σκληρό μήνυμα, δηλώνοντάς του απερίφραστα ότι στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας του ο γιος του οφείλει να θυσιαστεί. Μεταξύ άλλων του αναφέρει και τα εξής14:

Αλή πασά, […]  κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή, ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον υιόν μου […] εάν ο υιός μου νέος, καθώς είναι, δε μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη  διά  την  πατρίδα  του,  αυτός  δεν  είναι  άξιος  να ζήση,  και  να γνωρίζηται ως υιός μου∙ προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ.

                                                         Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου
                                                        Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας  


Μετά από αυτή την αρνητική εξέλιξη, ο Αλή, βλέποντας ότι οι Σουλιώτες είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν τα μέρη τους με οποιοδήποτε κόστος, τους επιτέθηκε ξανά. Στις 20, και κατ’ άλλους στις 27, Ιουλίου του 1792 ξεκίνησε η μάχη, στην οποία τα στρατεύματα του Αλή κατατροπώθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Σε αυτή τη μάχη ξεχώρισε η ηρωική μορφή της Μόσχως Τζαβέλα, γυναίκας του Λάμπρου και μητέρας του κρατούμενου Φώτου, η οποία επικεφαλής ενός γυναικείου σώματος έκανε την τελική επίθεση και έτρεψε σε φυγή τους τρομοκρατημένους Τουρκαλβανούς. Την ξεχωριστή της παρουσία σε αυτή τη μάχη ύμνησε η δημοτική μούσα: «Η Μόσχω τότε ώρμησε, με το σπαθί στο χαίρι∙ / τώρα να ιδήτε πόλεμον, γυναίκικα δουφέκια, / σαν τους λαγούς εφεύγανε, και πίσω δεν κυττάζουν, / πετάξαν τα δουφέκια τους, μόνον για να γλιτώσουν»15. Είναι τέτοια η ντροπή του Αλή, ο οποίος επιστρέφοντας στα Γιάννενα έδωσε εντολή «οιοσδήποτε των πολιτών τολμήση να εξάξη την κεφαλήν του διά τινός θυρίδος ή οπής της οικίας του ίνα ίδη τους στρατιώτας, να φονεύηται ακρίτως»16. Στη συνέχεια, υπέγραψε αναγκαστική συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και απελευθέρωσε στο πλαίσιο της ανταλλαγής των αιχμαλώτων και το Φώτο Τζαβέλα.

Ο ραδιούργος πασάς, συνειδητοποιώντας τη δυσκολία της κατάκτησης του Σουλίου, αποφασίζει να διασπάσει την ενότητα των Σουλιωτών. Έρχεται σε συμφωνία με το Γιώργο Μπότσαρη, ο οποίος αποτραβιέται από τα ηρωικά χώματα του Σουλίου και αναλαμβάνει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Επίσης, ο Αλή κτίζει δώδεκα πύργους σε επίκαιρα σημεία γύρω από τα βουνά του Σουλίου, με απώτερο σκοπό να αναγκάσει τους Σουλιώτες να παραδοθούν, λόγω έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων. Και το 1801 επανέρχεται με πρόταση ειρήνης, «υποσχόμενος να τοις δώση δύο χιλιάδες τάλαντα, δεκαετή ασυδωσίαν και οποιανδήποτε άλλην τοποθεσίαν εκλέξωσιν εις την Ελλάδα διά κατοικίαν»17. Οι Σουλιώτες αρνήθηκαν και πάλι οποιαδήποτε συμφωνία μαζί του και του απάντησαν με σκληρή γλώσσα18: 
Βεζύρ Αλή πασά  σε χαιρετούμεν.Η πατρίς μας είναι απείρως γλυκυτέρα και από τα άσπρα  σου και από τους ευτυχείς τόπους, όπου υπόσχεσαι να μας δώσης∙ όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δεν πωλείται ούτε αγοράζεται σχεδόν με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά με το αίμα και τον  θάνατον έως  τον  ύστερον Σουλιώτην.
                                                                  Όλοι οι Σουλιώται, μικροί και μεγάλοι


Κι ενώ ο κλοιός του Αλή γινόταν όλο και πιο έντονος, οι επιστολές των Σουλιωτών προς τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση και τις αρχές της Επτανήσου Πολιτείας, με τις εκκλήσεις τους να τους προμη-θεύσουν τρόφιμα και πολεμοφόδια δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, καθώς οι πρώην σύμμαχοί τους, επιθυμώντας σε εκείνη τη συγκυρία να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις με την Πύλη, αρνήθηκαν να εμπλακούν στην υπόθεση του Σουλίου. Η μόνη ηθική στήριξη ήρθε από τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος με επιστολή του, τον Απρίλιο του 1803, από το μακρινό Παρίσι τους παρότρυνε να μην προδώσουν την ελευθερία τους. Έτσι, παρά τις δυσμενείς συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από τη σύσφιξη του πολιορκητικού κλοιού, οι Σουλιώτες εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται με απαράμιλλη γενναιότητα τα πάτρια εδάφη τους, με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να λιποτακτούν, «κηρύττοντες πανταχού ότι ούτ’ αυτοί ούτ’ αυτών οι μεταγενέστεροι θα δυνηθώσιν να κυριεύσωσι το Σούλλιον, και ότι αδίκως και ανωφελώς χύνεται το Τουρκικόν αίμα»19.

Οι συνεργάτες του Αλή ανέπτυξαν μυστικές επαφές με αρχηγούς σουλιώτικων φαρών, τους οποίους πίστευαν ότι θα μπορούσαν να εξαγοράσουν, ώστε να υπονομεύσουν το μέτωπο των σουλιώτικων δυνάμεων με τη δύναμη χρήματος. Το Σεπτέμβριο του 1803, δύο Σουλιώτες αρχηγοί, ο Κουτσονίκας και ο Πήλιος Γούσης,  παρουσιάστηκαν στο Βελή πασά, γιο του Αλή, ζητώντας «την απελευθέρωσιν ενός γαμβρού20 του εν ειρκτή υπάρχοντος μετά των εικοσιτεσσάρων ομήρων και εννέα χιλιάδες γρόσια ανταμοιβήν περί της απολαβής του Σουλίου»21. Ο Βελή αποδέχθηκε τις προτάσεις τους και τη νύκτα της 25ης Σεπτεμβρίου ο Πήλιος Γούσης, ως άλλος Εφιάλτης, οδήγησε κρυφά στο σπίτι του 200 Τουρκαλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι το επόμενο πρωί κατέλαβαν το Σούλι. Η δημοτική μούσα δεν φείδεται σχολίων για τη συγκεκριμένη επιλογή και αναθεματίζει τους υπαίτιους της προδοσίας: «Μπρε, ν-ανάθεμά σε Μπότσαρη, και εσένα Κουτσουνίκα, / με την δουλειά  που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι· / που μπάσετε το Βελή πασά μέσα στο κακο – Σούλι»22. Και τα τέσσερα χωριά του Σουλίου έπεσαν στα χέρια του Βελή πασά. Ως τελευταία εστία αντίστασης παρέμεινε το τειχόκαστρο του ναού της Αγίας Παρασκευής στο λόφο Κούγκι και τα υψώματα της Κιάφας. Σε όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου οι συστηματικές προσπάθειες του Βελή πασά να κυριεύσει τα τελευταία οχυρά απέτυχαν. 
Η παντελής, όμως, έλλειψη τροφίμων, η στενή πολιορκία και η αδυναμία λήψης οποιασδήποτε εξωτερικής βοήθειας ανάγκασε και τους τελευταίους Σουλιώτες που έμεναν αποκλεισμένοι στο Κούγκι, να δεχτούν να συνθηκολογήσουν την 12η  Δεκεμβρίου 1803. Και ενώ οι Σουλιώτες αποχωρούσαν από τις πατρογονικές τους εστίες, στις 16 Δεκεμβρίου έγινε η πυρπόληση του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι. Ο καλόγερος, μαζί με πέντε άλλους Σουλιώτες, είχε μείνει στο Κούγκι, για να παραδώσει στους απεσταλμένους του Βελή τα πολεμοφόδια που φυλάσσονταν εκεί. Εξοργισμένος, όμως, από τα προσβλητικά λόγια των Τούρκων απεσταλμένων, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη23. Και έτσι τα στρατεύματα του πασά «πήραν την Κιάφα την κακή, το ξακουσμένο Κούγκι / κι έκαψαν τον καλόγερο με τέσσερις νομάτους»24.

Ο Αλή έθεσε τότε σε εφαρμογή το τελευταίο μέρος του σχεδίου του. Ο ίδιος μπορεί πια να είχε στην κατοχή του τους ορεινούς όγκους του Σουλίου, οι Σουλιώτες, όμως, που όλα τα προηγούμενα χρόνια αμφισβήτησαν την εξουσία του και ήρθαν σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, εξακολουθούσαν να είναι ένοπλοι και να συνιστούν απειλή στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας του.

Έτσι, πρώτα τα γένη του Νίκου Κουτσονίκα και του Κολέτση Φωτομάρα που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο, δέχθηκαν την αιφνιδιαστική επίθεση 3.000 Τουρκαλβανών. Στη διάρκεια της μάχης «γυναίκες τινές ωσεί εξήκοντα, όλαι σχεδόν χήραι, ιδούσαι τον κίνδυνον αναπόφευκτον, επρόκρινον, παρά την πολυπαθή και κατησχυμένην αιχμαλωσίαν, τον ηρωικόν και στιγμιαίον θάνατον της αυτοκτονίας∙ αναβάσαι επί τινός κρημνώδους ύψους κατέρριπτον πρώτον τα τρυφερά και φίλτατα αυτών τέκνα, επομένως δε μία κατόπιν της άλλης ερρίπτοντο και αυταί αυθορμήτως από του κρημνού»25. Οι Σουλιώτισσες αρνήθηκαν να γίνουν σκλάβες των Τούρκων και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ποιητής, «Τες εμάζωξε εις το μέρος / Του Ζαλόγγου το ακρινό / Της Ελευθεριάς ο έρως / Και ταις έμπνευσε χορό»26. Από τους 500 Σουλιώτες, μόλις οι 150 μπόρεσαν να διασωθούν και να μεταβούν στην Πάργα.

Αυτό το κορυφαίο ίσως γεγονός θυσίας γυναικών στην παγκόσμια ιστορία, καθώς επιλέγουν τον τιμημένο θάνατο «χωρίς γόγγυσμα κι αντάρα»27, η σχολή της ιστορικής αποδόμησης προσπάθησε να το παρουσιάσει ως έναν ακόμη συνωστισμό Ελλήνων, που πριν από εκείνον στο λιμάνι της Σμύρνης, μπορεί ίσως να «κατακρημνίστηκε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές»28. Και βέβαια, η αμφισβήτηση γεγονότων που αποτέλεσαν σταθμό στη σουλιώτικη ιστορία δεν περιορίζεται μόνο στο Ζάλογγο, καθώς αμφιβολίες εκφράζουν οι ίδιοι κύκλοι για την πυρπόληση του Σαμουήλ στο Κούγκι και για την ανατίναξη της Δέσπως στον πύργο του Δημουλά.
 Στη συνέχεια, στις 23 Δεκεμβρίου, τα τουρκαλβανικά στρατεύματα κινήθηκαν στη Ρινιάσα,  όπου είχαν εγκατασταθεί είκοσι σουλιώτικες οικογένειες από το γένος του Γιωργάκη Μπότση. Η γυναίκα του, η θρυλική Δέσπω, κλεισμένη με τις κόρες της, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά, επέλεξε τον ένδοξο και ελεύθερο θάνατο και «δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει / σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμεν, παιδιά, μαζί μ’  ελάτε. / Και τα φυσέκια άναψε, κι όλοι φωτιά γενήκαν»29. 
Τέλος, ο Κίτσος Μπότσαρης, κατέφυγε με 1200 Σουλιώτες στα Άγραφα, κοντά στο χωριό Σέλτσο, στη φυσικά οχυρή θέση της Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1804, δέχθηκε επίθεση από τουρκαλβανικά στρατεύματα. Μετά από πολιορκία τριών μηνών, στις 7 Απριλίου 1804 το μοναστήρι κατελήφθη και μόνο 50 Σουλιώτες, ανάμεσά τους ο Κίτσος και ο γιος του Μάρκος, κατάφεραν να σωθούν και να βρουν καταφύγιο στην Πάργα. Η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου, πολεμώντας γενναία κοντά στον Αχελώο ποταμό, περικυκλώθηκε από τα εχθρικά στρατεύματα και, για να μη συλληφθεί, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Και απόμεινε και αυτό το συγκλονιστικό γεγονός παρακαταθήκη και θησαυρός στη δημοτική ποίηση: «Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου, / σέρνω φουσέκια ‘ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις. / - Κόρη, για ρίξε τάρματα, γλύτωσε τη ζωή σου. / - Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια; / Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη»30.

Οι αποδιωγμένοι από την πατρίδα τους Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στα Επτάνησα και κυρίως στην Κέρκυρα, όπου κατατάχθηκαν και υπηρέτησαν σε στρατιωτικά σώματα υπό τις διαταγές αρχικά των Ρώσων και στη συνέχεια των Γάλλων και των Άγγλων.

Η δυνατότητα να επανακτήσουν τους ορεινούς όγκους του Σουλίου τους δόθηκε το 1820, όταν επωφελήθηκαν από τη σύγκρουση του Αλή πασά με τις σουλτανικές δυνάμεις. Έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820, το Σούλι ήταν και πάλι ελεύθερο, και μάλιστα η πρώτη ελληνική περιοχή που απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό. Στη συνέχεια, οι Σουλιώτες, καθοδηγούμενοι από τους Φιλικούς Χριστόφορο Περραιβό και Νικόλαο Φωτομάρα και ενεργώντας σύμφωνα με τα διπλωματικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, η οποία επεδίωκε τη διατήρηση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των Τούρκων και του Αλή, συνέχισαν να μάχονται εναντίον των Τούρκων31. Στην αυγή του 1821, αφοσιώνονται στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης και ενωμένοι πια με τις δυνάμεις του μαχόμενου ελληνισμού πολεμούν εναντίον του κοινού εχθρού, επιδεικνύοντας απαράμιλλη ανδρεία και χύνοντας αφειδώς το αίμα τους καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα. Μετά το θάνατο του Αλή πασά, τα σουλτανικά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον των Σουλιωτών και τον Αύγουστο του 1822 τους οδήγησαν στην οριστική αποχώρησή τους από τις πατρογονικές τους εστίες, τις ποτισμένες με το αίμα των πολυετών αγώνων τους.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα διακριθούν σε όλες τις σημαντικές συγκρούσεις του Αγώνα της Εθνεγερσίας και θα αναδειχθούν σε ένοπλη πρωτοπορία της Επανάστασης του 1821. Με την απαράμιλλη γενναιότητά τους, το υψηλό τους φρόνημα και τη βαθιά τους πίστη στην αξία της ελευθερίας θα πρωταγωνιστήσουν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου με την ξεχωριστή παρουσία του Μάρκου και στο δεύτερο αποκλεισμό που οδήγησε στην Έξοδο των Ελεύθερων Πολιορκημένων.

Στον τακτικό πια ελληνικό στρατό που συγκροτήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κίτσος Τζαβέλας τίθεται επικεφαλής μίας εκ των τεσσάρων χιλιαρχιών και αναλαμβάνει τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Δυτικής Ελλάδας. Μετά το Λιδωρίκι, το Καρπενήσι και τη Βόνιτσα, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα κυρίευσαν αρχικά το κάστρο του Αντιρρίου, το Μάρτιο του 1829, και ένα μήνα αργότερα ύψωσαν την ελληνική σημαία στο κάστρο της Ναυπάκτου32. Και ο φιλόξενος τόπος σας γίνεται καταφύγιο και νέα πατρίδα για τους Σουλιώτες αγωνιστές, απόγονοι των οποίων βρίσκονται ανάμεσά μας, με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης (14 Ιανουαρίου 1832) που ψηφίζει «να δοθή τόπος δωρεάν εις κατοικίαν των οικογενειών των αυτοχθόνων Σουλιωτών εκ των εθνικών οικοπέδων κατά την Ναύπακτον και το Βραχώρι». Σύμφωνα με ονομαστικό κατάλογο που κατήρτισε στις 14.5.1834 ο έπαρχος Ναυπακτίας Δημήτρης Κριεζής και διέσωσε στο αρχείο του ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στη Ναύπακτο ζούσαν 446 Σουλιώτες ανήκοντες σε 129 οικογένειες33.

  Οι απροσκύνητοι Σουλιώτες ανήκουν σε εκείνους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας μας, πολύ πριν ακουστούν οι σειρήνες της Επανάστασης, αντιδρώντας στη λογική της κυριαρχίας του παντοδύναμου Τούρκου δυνάστη. Η γενναιότητά τους και ο Έρως της Ελευθερίας, κατά το Διονύσιο Σολωμό, συνέθεταν αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ευψυχία. Αυτή η δυσεύρετη αρετή στην εποχή μας έγινε τραγούδι στο στόμα του λαού, ενέπνευσε πλήθος λογοτεχνών, περιηγητών και ζωγράφων που μέσα από την τέχνη τους ύμνησαν τα κατορθώματά τους σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

Γνήσια τέκνα του Ελληνισμού και της ελληνικής παράδοσης με τον τρόπο σκέψης και τη ζωή τους εξέφρασαν όλες τις αντινομίες της ελληνικής φυλής, τα ελαττώματα και τις αρετές που χαρακτηρίζουν το γένος μας. Αναμφίβολα διαπαιδαγωγούμενοι να θεωρούμε «εθνικόν ό,τι είναι αληθές» κατά την παραίνεση του Σολωμού, και με επιβεβλημένη την απαλλαγή της ιστορίας μας από μυθοπλασίες χωρίς ιστορικό αντίκρισμα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχαν μόνο λαμπρές σελίδες στην πολύχρονη δράση τους στα άγρια βουνά της Ηπείρου και μετέπειτα στον Αγώνα της Εθνεγερσίας. Ταυτόχρονα, όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες αγωνιστές, όρθωσαν μια αυταπάρνηση τόσο πηγαία και με το μοναδικό τους αγωνιστικό πνεύμα συνέβαλαν τα μέγιστα στο εθνεγερτικό κάλεσμα.

Το Ζάλογγο, το Σούλι, η Δέσπω και ο πύργος του Δημουλά, οι Τζαβελλαίοι και οι Μποτσαραίοι, είναι ταυτισμένα στο υποσυνείδητο των Ελλήνων με τον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας και για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Γιώργος Καραμπελιάς στο τελευταίο εξαιρετικό πόνημά του με τον ευρηματικό τίτλο Συνωστισμένες στο Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς και η αποδόμηση της ιστορίας, επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Το γεγονός ότι ζούμε σε μια αντιηρωική εποχή και έχουμε σχετικοποιήσει τα πάντα δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε με το ματογυάλι του ύστερου απομυθοποιητικού εικοστού αιώνα ενέργειες και πράξεις ηρωισμού, με τις οποίες, επειδή δεν μπορούμε να αναμετρηθούμε, τις βάζουμε στο κρεβάτι του Προκρούστη»34.

Κυρίες και κύριοι,
Κοιτάζει κανείς προς τα πίσω και μέσα από την «ανάγνωση» των εθνικών μας αγώνων οπλίζεται και μαθαίνει. Κοιτάζει μπροστά και οραματίζεται το μέλλον. Όμως δεν παύει η προσωπική ιστορία του καθενός μας να γράφεται στον παρόντα χρόνο και η κάθε γενιά να καταθέτει τη δική της ψηφίδα στο διαχρονικά διαμορφούμενο ελληνικό ψηφιδωτό.  Και σε μια συγκυρία που ως κοινωνία βλέπουμε τα πάντα από την αρχή, αναζητώντας το βηματισμό μας στην προοπτική ενός αμφίσημου μέλλοντος, θα μου επιτρέψετε να κλείσω με την αναφορά του ανώνυμου παππού, από το Πολιτιστικό Αλφαβητάρι, το τελευταίο βιβλίο του Λαοκράτη Βάσση. Λέει, λοιπόν, ο γέροντας με μοναδικό στοχασμό, έχοντας προηγουμένως ακούσει όλες τις θεωρητικές αναζητήσεις και ερμηνείες των έτερων συνομιλητών: «Θέλω να σας πω πως στις δύσκολες στιγμές μας βλέπαμε από το άστραμμα της ψυχής μας. Όπως το ακούτε, από το άστραμμα της ψυχής μας. Κάπως έτσι και τώρα, σε τούτους τους μουντούς καιρούς, αν δεν αστράψει και πάλι η ψυχή μας, δεν θα φωτιστεί το δύσκολο μονοπάτι που οδηγεί στο μέλλον»35.

Παραπομπές

Ο Παναγιώτης Μανιώτης είναι φιλόλογος και εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.

1 Η συγκεκριμένη εργασία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση με θέμα «Οι Σουλιώτες της

Ναυπάκτου και το διαχρονικό ήθος του  πρωτοκαπετάνιου Μάρκου Μπότσαρη», που
οργάνωσε ο Δήμος Ναυπακτίας σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Φιλολόγων Ναυπακτίας στην
Παπαχαραλάμπειο Αίθουσα, στις 15 Απριλίου 2015.
2 Μάνεσης Αριστόβουλος, Η φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της εθνικής επανάστασης
του ’21, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Επίσημοι Λόγοι, Τόμ. 27, 1987
3 Fauriel Glaude, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998,
τόμος Α΄, σελ. 169
4 Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Βιβλίον Δέκατον
Τέταρτον, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1971, σελ. 173
5 Ράγκος Ιωάννης, Σούλι ήτοι Σελίδες Ιστορίας Σουλίου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο Διονυσίου
Νότη Καραβία, Αθήνα 1880, σελ. 13-14
6 Οι φάρες που κατοικούσαν στο Τετραχώρι, με βάση τις αναφορές του Χριστόφορου
Περραιβού (Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη
και Κ. Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 17-18),  ήταν οι εξής:
α) Σούλι: Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζονικάται, Καραμπινάται,
Μπουτζάται, Σιάται, Καλογεράται, Ζαρμπάται, Βελιάται, Θανασάται, Κασκαράται, Τοράται,
Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Σαχινάται, Παλαμάται, Ματάται,
Μπουζμπάται
β) Κιάφα: Ζερβάται, Νικάται, Φωτάται, Πανταζάται
γ) Αβαρίκο: Σαλαράται, Μπουφάται, Σοβίται
δ) Σαμωνίβα: Μπεκάται, Δαγκλιάται, Ηράται
7 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 15
8 Κοσσυβάκης Γρηγόρης, Διαχρονικός Ηπειρωτικός Ελληνισμός, εκδόσεις Κάδμος,
Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 144
9 Διονύσιος Σολωμός, Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον (Διονύσιου Σολωμού, Άπαντα,
επιμέλεια – σημειώσεις Λίνου Πολίτη, εκδόσεις Ίκαρος, Ζ’ έκδοση, Αθήνα 1999, τόμος Α’, σελ.
120)
10 Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, τόμος ΙΑ΄, σελ. 420
11 Ο Μιχάλης Περάνθης στο ιστορικό μυθιστόρημα Σουλιώτες (εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2004,
σελ. 113) αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Χέρι στη γυναίκα κανένας Σουλιώτης δεν τόλμαγε να σηκώσει, ήταν νόμος παλιός, κι οι
γυναίκες το ‘ξεραν κι έμπαιναν στη μέση κι είχαν πολλές βολές γλιτώσει τους άντρες τους
τους ευκολοάναφτους από άδικο αίμα».
12 Ξηραδάκη Κούλα, Γυναίκες του ’21, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1995, σελ. 33
13 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 21-37
14 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 41
15 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 51
16 Σανδρής Βασίλης, Σούλι. Οδοιπορικό στον τόπο και στην ιστορία, εκδόσεις  Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2001, σελ. 111
17  Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 89-90
18 Ράγκος Ιωάννης, Σούλι ήτοι Σελίδες Ιστορίας Σουλίου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο Διονυσίου
Νότη Καραβία, Αθήνα 1880, σελ. 17-18
19 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 127
20 Ο γαμπρός, την απελευθέρωση του οποίου ζητάει ο Πήλιος Γούσης, ήταν γιος του
Κουτσονίκα.
21 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 129
22 Fauriel Glaude, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998,
τόμος Α΄, σελ. 203
23 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 153-154
24 Fauriel Glaude, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998,
τόμος Α΄, σελ. 203
25 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ.
Βάφα, Εν Αθήναις 1857, σελ. 157                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            
26 Διονύσιος Σολωμός, Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον (Διονύσιου Σολωμού, Άπαντα,
επιμέλεια – σημειώσεις Λίνου Πολίτη, εκδόσεις Ίκαρος, Ζ’ έκδοση, Αθήνα 1999, τόμος Α’, σελ.
119)
27 Διονύσιος Σολωμός, Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον (Διονύσιου Σολωμού, Άπαντα,
επιμέλεια – σημειώσεις Λίνου Πολίτη, εκδόσεις Ίκαρος, Ζ’ έκδοση, Αθήνα 1999, τόμος Α’, σελ.
119)
28 Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2006, σελ. 439
29 Fauriel Glaude, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998,
τόμος Α΄, σελ. 204
30 Πολίτης Νικόλαος, Δημοτικά τραγούδια, Εκδόσεις Ιστορική Έρευνα, σελ. 11
31 Κραψίτης Βασίλης, Η αληθινή ιστορία του Σουλίου, Αθήνα 1989, σελ. 260-262
32 Κραψίτης Βασίλης, Η αληθινή ιστορία του Σουλίου, Αθήνα 1989, σελ. 427-428
33 Κραψίτης Βασίλης, Η αληθινή ιστορία του Σουλίου, Αθήνα 1989, σελ. 442-444
34 Καραμπελιάς Γιώργος, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς και η
αποδόμηση της Ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 158
35 Βάσσης Λαοκράτης, Το Πολιτιστικό μας «Αλφαβητάρι», εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2015,
σελ. 142