Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Tο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Σπυριδούλα Ραυτοπούλου "Ο ΞΕΝΩΝΑΣ"

Η παρουσίαση του βιβλίου στο "Κάστρο" (7/8/2013)


της Σοφίας Μάνιου

Ο Ξενώνας είναι ένα «πολυτελές ξενοδοχείο-θέρετρο-ξενώνας-ησυχαστήριο-προθάλαμος του τάφου, δεν έχει σημασία πως θα το πει κανείς, όπου διέμεναν όσοι έχοντες έπασχαν από δυσίατες ασθένειες και ήθελαν να έχουν την καλύτερη δυνατή περιποίηση κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης της ασθένειάς τους ή όσοι ήθελαν να φύγουν αξιοπρεπώς από τη ζωή, σ’ ένα περιβάλλον λιγότερο προφανές από νοσοκομείο». Ένα ολόκληρο χωριό με τεράστιους κήπους και μοντέρνα ανεξάρτητα διαμερίσματα, ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, που ανακουφίζει -με τη χλιδή και τις ανέσεις που προσφέρει- τον πόνο. Είναι ο χώρος στον οποίο εκτυλίσσονται τα δρώμενα του μυθιστορήματός μας, το σκηνικό.
Ωστόσο, πέρα από την απλή σκηνογραφία, ο χώρος  μου φαίνεται πως αποκτά διαστάσεις συμβόλου. Ο Ξενώνας γίνεται Καθαρτήριο. Ένας χώρος στον οποίο κυριολεκτικά και μεταφορικά καθαίρονται από τη νόσο του σώματος αλλά και της ψυχής οι άνθρωποι με επάρατες ασθένειες. Ένας χώρος δοκιμασίας, στον οποίο το σώμα αναρρώνει και η ψυχή αναγεννάται. Η αναμέτρηση με το θάνατο οδηγεί τους ανθρώπους στον επαναπροσδιορισμό των αξιών τους, στην ενδοσκόπηση, στην ανίχνευση των λαθών του πρότερου βίου και στη χάραξη μιας νέας πορείας –ενός δρόμου που θα τους οδηγήσει στην αγάπη της ζωής, στην προσπέλαση των ανθρώπων, στην ανακάλυψη του εαυτού τους. Αλλοτριωμένοι λίγο ως πολύ οι περισσότεροι ήρωες του μυθιστορήματος από τις πραγματικές αξίες της ζωής, ξένοι μέσα στην οικογένεια και μέσα στο ίδιο το εγώ τους, με κίνητρο τη δοκιμασία της ασθένειάς τους, θα βρουν  στον Ξενώνα την κάθαρση. Εκεί θα καταφύγει για τη δική της κάθαρση και η Τζένη Ιαβέρη.

Κεντρική ηρωίδα του έργου η Τζένη Ιαβέρη είναι καταξιωμένη ηθοποιός και σκηνοθέτης, με τέτοια ιερή προσήλωση στην τέχνη του θεάτρου, ώστε να αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Έχει δημιουργήσει οικογένεια,  όμως ποτέ δεν ασχολήθηκε μ’ αυτήν. Την ευθύνη για την αποξένωση από την κόρη της την αναδέχεται. Αναγνωρίζει πως δεν έδωσε ποτέ της αγάπη, γι’ αυτό και  δεν τη ζητιανεύει.  Εξακολουθεί από περηφάνεια, λοιπόν, να αρνείται κάθε βοήθεια, ακόμη κι όταν οδηγείται από την κόρη της στον Ξενώνα, για να συνεχίσει τις χημειοθεραπείες της. Στα πενήντα πέντε της η Τζένη Ιαβέρη πάσχει από καρκίνο στους λεμφαδένες.
Το ισχυρό σοκ του ενδεχόμενου θανάτου και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις έχουν αρχίσει να υποχωρούν μπροστά στη μαχητικότητά της. Έχει αποφασίσει να διεκδικήσει με δυναμισμό τη ζωή.

Στον Ξενώνα αμέσως δημιουργείται μια παρέα έξι ανθρώπων, που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα υγείας. Η  Βάντα, ιστορικός τέχνης και διακοσμήτρια, άνθρωπος με «αποστειρωμένη» ζωή, που δίνεται σ’ έναν πρωτόγνωρο έρωτα, ακριβώς όταν μαθαίνει πως έχει καρκίνο στο μαστό.
Η κυρία Μαρίκα, εβδομηντάχρονη χήρα, αρχόντισσα με καταγωγή μικρασιάτικη.

Η Ελεονόρα, σαραντάχρονη λογίστρια, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Η κλασική φιγούρα της σύγχρονης εργαζόμενης-συζύγου-μητέρας-νοικοκυράς και γυναίκας που έχει μεταλλαχθεί σε μηχανή προσπαθώντας να ανταποκριθεί στα ιδανικά της εποχής και της διαφήμισης.
Και ο Γιάννης Δελής, σπουδαίος επιστήμονας της Γενετικής.  Τον  απασχολεί έντονα το ζήτημα της Ηθικής της Επιστήμης και ειδικότερα των εφαρμογών της σύγχρονης Μοριακής Βιολογίας και τρομάζει στην ιδέα της επικράτησης του ντετερμινισμού. Αγωνιά για την ανήθικη εμπορευματοποίηση των ερευνών από τους επιτήδειους και αρνείται την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι δέσμιος μιας ακαταμάχητης Μοίρας, χωρίς ίχνος ελευθερίας και ευθύνης. Αρνείται την ιδέα ότι η κοινωνία μας είναι ανίκανη με την αγωγή να διαπλάσει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Με  το λογοτεχνικό εύρημα του εκλαϊκευμένου βιβλίου που γράφει  ως παρακαταθήκη της πνευματικής του αγωνίας στους συνανθρώπους του λίγο πριν πεθάνει, η συγγραφέας παρουσιάζει ένα αυτόνομο σχεδόν κεφάλαιο με το οποίο μας ενημερώνει και μας προβληματίζει ταυτόχρονα για την εξέλιξη της ζωής, το ρόλο  της Επιστήμης και το μέλλον της Ανθρωπότητας.

Τέλος, σκιαγραφείται το πρόσωπο της Αλεξάνδρας, της κόρης της ηθοποιού, που είναι παιδαγωγός με ρηξικέλευθες απόψεις για την εκπαίδευση. Όραμα ζωής για την  Αλεξάνδρα είναι να γκρεμιστούν οι τοίχοι που αλλοτριώνουν τα παιδιά από τη φύση και τη ζωή και επιχειρεί να εφαρμόσει προοδευτικές παιδαγωγικές θεωρίες σε ένα σχολείο που ίδρυσε η ίδια.

Με αφορμή τη διαταραγμένη σχέση μητέρας και κόρης, πλέκεται ο κεντρικός μύθος του έργου. Περιπέτεια -εσωτερική/ψυχική κυρίως- και δραματικά απρόοπτα φορτίζουν με αγωνία την πλοκή στο δεύτερο κυρίως μέρος.

            Η σχέση της Αλεξάνδρας με τη Τζένη, όμως, και ο καταλυτικός ρόλος κάποιου δημοσιογράφου στην εξέλιξή της δεν είναι η μόνη ιστορία του έργου. Η ύφανση της πλοκής διανθίζεται με τις ιστορίες των άλλων προσώπων. Οι ένοικοι/ασθενείς του ξενώνα, οι επισκέπτες, τα αγαπημένα τους πρόσωπα –άνθρωποι τόσο διαφορετικοί που πορεύτηκαν άλλους δρόμους στη ζωή, συναντήθηκαν στον ξενώνα, σε μια σχέση καθοριστική για το μέλλον. Εν ολίγοις, είναι πλούσια η σύνθεση της πλοκής -αρκετά μάλιστα για ένα μικρό σε έκταση μυθιστόρημα- χωρίς να γίνεται δαιδαλώδης και κουραστική.
Πλούσια είναι και η χρήση των αφηγηματικών τεχνικών. Με συχνά κινηματογραφικά flashback, αποκαλύπτοντας σταδιακά στιγμιότυπα από το παρελθόν, η συγγραφέας κατορθώνει να παρουσιάζει ολοκληρωμένο το πρόσωπο των ηρώων της, φωτίζοντας όλη την πορεία της ζωής και τη διαδρομή της ψυχής τους.

Στην ψυχογραφία των προσώπων έχει  βαρύνοντα ρόλο και η επιλογή της τεχνικής του απρόσωπου/τριτοπρόσωπου αφηγητή, που ως παντογνώστης θεός γνωρίζει και φέρνει στην επιφάνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων. Ταυτόχρονα, προβάλλει κι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, η μίξη της φωνής του αφηγητή με τη φωνή του ήρωα. Κι έτσι ο αναγνώστης μπορεί να γνωρίσει τα μύχια της ψυχής των προσώπων του μυθιστορήματος. Μια πρόσθετη, αρετή της επιλογής αυτής  είναι ότι ενισχύει την αντικειμενικότητα, καθώς ο αφηγητής είναι αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα. Δεν πάσχει ο ίδιος, αλλά τα πρόσωπα που παρατηρεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο λόγος του αποφεύγει τον υποκειμενισμό και τον κίνδυνο της κλαυθμηρότητας/του «μελό», παγίδα στην οποία εύκολα θα οδηγούσε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση των ασθενών. Ωστόσο, το κείμενο δεν υστερεί καθόλου σε ζωντάνια, καθώς δεν είναι λίγοι οι εκτενείς μονόλογοι των προσώπων. Κι έτσι η γλώσσα της αφήγησης είναι ρέουσα, ο λόγος άμεσος, φυσικός, απλός –όχι όμως απλοϊκός- και η ανάγνωση άνετη.
Ο «Ξενώνας» είναι ένα βιβλίο που μας προβληματίζει και μας συγκινεί ταυτόχρονα, γιατί μέσα από τις σελίδες του προβάλλουν ζητήματα που  όλους μας αγγίζουν.. Οι οικογενειακές σχέσεις, η υποταγή στις κοινωνικές συμβάσεις και η αλλοτρίωση, η αποξένωση και η μηχανοποίηση των ανθρώπων, ο ρόλος της Παιδαγωγικής, η ηθική της Επιστήμης και η αγωνία για την εξέλιξή της, το άγχος του θανάτου, η αγωνιστικότητα του ανθρώπου και η δύναμη της αισιοδοξίας, η επικούρεια ενατένιση της ζωής… Μέσα στις σελίδες του αναγνωρίζουμε στιγμιότυπα από τη δική μας τη ζωή και προβαίνουμε στην αυτοκριτική μας. Πόσο σημαντικές είναι οι αξίες στις οποίες  υποθηκεύουμε τη ζωή μας; Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε, να αλλάξουμε δρόμο, όσο ακόμη είναι καιρός;  Πρέπει ο θάνατος να χτυπήσει την πόρτα μας για να αφυπνιστούν οι ναρκωμένες συνειδήσεις;

Ο «Ξενώνας» μας συγκινεί, γιατί προβάλλει  σκέψεις και αισθήματα πηγαία, γνήσια, καθολικά, ανθρώπινα. Μας συγκινεί, γιατί απευθύνεται άμεσα σε όλους μας με μια συγκλονιστική ειλικρίνεια. Και μας διδάσκει. Μας διδάσκει  την πίστη στη δύναμη της λογικής και της ανθρωπιστικής ηθικής, αξίες που είναι ικανές να φέρουν την ελευθερία και την ευτυχία. Το πνεύμα της αισιοδοξίας είναι διάχυτο. Ο «Ξενώνας» δεν είναι ελεγεία. Είναι ένας ύμνος για τη χαρά της ζωής, ένας διθύραμβος της δύναμης του Ανθρώπου.
Εν κατακλείδι, ο «Ξενώνας» είναι όντως ένα  Καθαρτήριο. Τόσο για τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, που οδηγήθηκαν από την Κόλαση της αλλοτριωμένης ζωής τους και την πάλη με το θάνατο στον Παράδεισο της Ζωής, όσο και για τη δική μας την ψυχή. Είμαι βέβαιη πως, όταν κλείσετε το βιβλίο, θα βλέπετε τη ζωή μ’ άλλα μάτια.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου