Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Tο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985)

"η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
  η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
  να πεθάνουμε "


Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα
 (βιογραφικό σημείωμα,  ποιητικό και εικαστικό έργο)
και

Επιμέλεια: Νατάσα Ξαρχάκου
Κείμενα: Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Δασκαλοθανάσης, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Ευθυμίας Γεωργιάδου-Κουντουρά, Ρένας Ζαμάρου, Άρη Μαραγκόπουλου, Ευγένιου Ματθιόπουλου, Νίκης Λοϊζίδη, Ανδρέα Μπελεζίνη, Έλλης Φιλοκύπρου, Θανάση Χατζόπουλου
Φωτογραφίες: Aρχείο Eθνικού Kέντρου Bιβλίου
και αρχείο Ως3 
 "Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ' αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους".

 Ο Προφητάναξ Δαβίδ, 1984



"Εγγονόπουλος Φαναριώτης" δια χειρός Φώτη Κόντογλου

Ο Κόντογλου, ζωγραφίζοντας την προσωπογραφία του Ν. Εγγονόπουλου το 1934, του δίνει το προσωνύμιο «Εγγονόπουλος Φαναριώτης», επισημαίνοντας την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του, αλλά και υπονοώντας κάποιον γενικότερο προς το Βυζάντιο προσανατολισμό του.

Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής

«… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
Αλλοιώς τη φοβάμαι…» ΛΗ

τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ριχτούν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών

εγώ
όμως
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρυφτούν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια

κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος

των αστραπών
αυτός που λεν
σα βραδιάζει
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι

κι έτσι πέφτουν
σταλαματιά, σταλαματιά
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
με μάτια φαιά
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια

και
γυπαετοί

κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία

και τρέχω
πάνω στα νερά
ακούραστα
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης

κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας

κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
είναι
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές

ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο

σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες

άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες

έτσι
που πρέπει
ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζεις
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
πουλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου