Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Tο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - Η παρουσίαση του έργου του στην εκδήλωση του Σ.ΦΙ.Ν. στις 22 Μαρτίου 2014

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ 






Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου πήγε, για να σπουδάσει νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία στη "Δωδώνη" (1972-1987), συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 που συνταξιοδοτήθηκε, εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες (Μ.Θεοδωράκη, Ν.Μαμαγκάκη,Ν.Ξυδάκη, Δ. Παπαδημητρίου,,G.Bregovic, A.Dinkjian κ.ά.). Μετέφρασε τις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης- Κάρολος Κουν και τους "Επτά επί Θήβας" του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών. Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Παραλογή". Το 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στο Κάιρο και το Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.



ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η πρώτη ποιητική του συλλογή εκδόθηκε το 1978 υπό τον τίτλο:
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Ποίηση, Αθήνα, Κείμενα 1978.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, Σελ. 46,

ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ
Ποίηση, Αθήνα, Κείμενα, 1980.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, Σελ. 51,

ΜΗΤΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
 Πεζογράφημα, Αθήνα, Κείμενα, 1981.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. Σελ. 63,
ένα πεζογράφημα με έντονα προσωπικά βιώματα από την περιπέτεια του εμφυλίου και της Ουγγαρίας.

ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Ποίηση, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989.


ΠΑΡΑΛΟΓΗ  (1993)
Ποίηση, Αθήνα, Καστανιώτης, 1993.
Kρατικό Βραβείο Ποίησης 1994.


ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ  (1993)
Μια Συλλογή με Ποιήματα και τραγούδια, μαζί με τους
Διονύση Καψάλη, Γιώργο Κοροπούλη και  Ηλία Λάγιο.
Άγρα, Αθήνα, 1993, Αθήνα. Σελ. 107

ΤΑ ΜΙΚΡΑ (2000)
Ποίηση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000

ΣΤΙΧΟΙ: Μιχάλης Γκανάς
Εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2002


Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003
Μια απόπειρα ομαδικής αυτοβιογραφίας που μοιάζει να κλείνει τον κύκλο της μνήμης που άρχισε η Μητριά Πατρίδα.

(2002)
Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μεταφράσει και το πιο ερωτικό τραγούδι όλων των εποχών: το ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ – Μετάφραση, εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2005.
για το οποίο ο ίδιος αναφέρει: «δεν με ενδιέφερε να προσθέσω άλλη μία μετάφραση ή μεταγραφή αλλά με ενδιέφερε όλο και περισσότερο, μια προσωπική ανάγνωση, με περισσότερες ελευθερίες, ώστε να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα, που ίσως ήθελα να γράψω, από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας».

(2010)
Γυναικών, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες,  Μελάνι
 Πρόκειται για μικρά πεζά, με αρκετά ποιητικά στοιχεία αλλά είναι πεζογραφήματα, μερικά από αυτά, τα εκτενέστερα, είναι κανονικά διηγήματα.

(2012)
Το 2012 κυκλοφόρησε η τελευταία ποιητική του συλλογή με τον τίτλο:
Άψινθος, Μελάνι
Ένα έργο που συνομιλεί με την Αποκάλυψη του Ιωάννη…

(2013)
Το 2013 από τις εκδόσεις Μελάνι, τα
Ποιήματα 1978-2012, μια έκδοση που συγκεντρώνει το σύνολο του ποιητικού του έργου, «επτά ποιητικές συλλογές σε διάστημα 34 ετών, από μια ποιητική φωνή ευδιάκριτη και διακεκριμένη που έχει αποσπάσει τον έπαινο και του Δήμου και των Σοφιστών, κατά τον ποιητή και κριτικό Κώστα Κουτσουρέλη.
 

Η παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης

 "Μιχάλης Γκανάς - Ποιήματα 1978-2012"




της Σοφίας Μάνιου
 
Η ποίηση ήταν συνυφασμένη με το μέλος από το λίκνο της ακόμη.  Η απαγγελία των Ομηρικών επών με το δακτυλικό εξάμετρο και τη συνοδεία φόρμιγγας ήταν ουσιαστικά τραγούδι. Η λυρική ποίηση ήταν τραγούδι που το συνόδευε η λύρα. Η δραματική ποίηση από τραγούδι γεννήθηκε που υμνούσε το Διόνυσο. Και η δημοτική μας ποίηση στους νεότερους χρόνους υφάνθηκε με τη μουσική. Χωρίς αυτήν αδιανόητη.  Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά, γνήσιο απότοκο της ελληνικής παράδοσης,  έχει συνείδηση του λυρισμού της. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της πρώτης του συλλογής έχει τον τίτλο «Τραγούδι».


  Να σ' έχω δίπλα μου, να σ' ανασαίνω
  σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
  να 'σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
  έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
  από τα μπάζα της φωνής σου
  στο λυγμό.

  Τραγούδι μου
  κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
  ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
  ανάβεις το ξερό χορτάρι,
  πέτρινο το γεφύρι πέτρινο,
  δεν καίγεται μαυρίζει.

                                                 (Ακάθιστος δείπνος, 1978)



Η  ποιητική του Μιχάλη Γκανά ορίζεται από την αντίστιξη δύο διαφορετικών κόσμων:  η ηπειρώτικη ύπαιθρος και η Αθήνα, η φυσική ζωή κι η αλλοτρίωση, η πατρίδα κι η ξενιτιά, το χθες και το σήμερα, οι  νεκροί  και  οι ζωντανοί. Δυο κόσμοι διαφορετικοί, που ωστόσο συνυπάρχουν στο ποιητικό παρόν, προβάλλουν το ίδιο  πραγματικοί, καθώς ο ποιητής, με το μηχανισμό της μνήμης ανακαλεί -από την αγροτική ζωή  στη γενέθλια γη- παιδικά βιώματα που ζωντανεύουν, εισβάλλουν ορμητικά στο παρόν και το κρίνουν, το διαμορφώνουν, το καθορίζουν.  Ο χρόνος καταργείται, όπως και ο συμβατικός χώρος. Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, στον πάνω και στον κάτω κόσμο, στην πατρίδα και στην ξενιτιά, στον έρωτα και στο θάνατο. Οι νεκροί συνομιλούν με τους ζωντανούς.
Οι ρίζες της  ποίησης  του Μιχάλη Γκανά αντλούν από το δημοτικό τραγούδι.  Αυτό τον μύησε  στην ποίηση. Υπάρχει άραγε πιο στέρεο θεμέλιο και καλύτερος δάσκαλος;  Ο ίδιος μας αποκαλύπτει για τα αναγνώσματα της παιδικής του ηλικίας:  "Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου αλλά δεν έπεφταν και πολλά. Στο πατρικό σπίτι, στο χωριό, δεν υπήρχε βιβλιοθήκη. Στο Γυμνάσιο Φιλιατών, μια κωμόπολη 3.000 κατοίκων, ούτε λόγος για σχολική βιβλιοθήκη, υπήρχε μια υποτυπώδης Δημοτική από την οποία δανείστηκα μερικά βιβλία, ανάμεσά τους και τον Χατζημανουήλ του Θράσου Καστανάκη. Ποιος να μου το 'λεγε ότι 22 χρόνια αργότερα θα διασκεύαζα αυτό το βιβλίο, γράφοντας το σενάριο για το γνωστό σήριαλ του Γιάννη Σμαραγδή. Στα χρόνια του Γυμνασίου, εκτός από τον Μικρό Ηρωα που τον έφερναν φίλοι από την Ηγουμενίτσα, ξεκοκάλιζα τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα. Ο,τι κι αν λένε γι' αυτά τα βιβλία, εγώ οφείλω χάριτας στους συντάκτες τους, γιατί εκεί έβρισκα τη λογοτεχνική ύλη που τόσο χρειαζόμουνα. Είναι αλήθεια ότι οι ποιητές έφταναν μέχρι τον Παλαμά, άντε και λίγο Καβάφη, οι πεζογράφοι δεν θυμάμαι ακριβώς. Αρκεί μόνο να σας πω ότι το 1962, που τελείωσα το Γυμνάσιο δεν ήξερα κανέναν ζώντα ποιητή, ούτε καν τον Σεφέρη που ένα χρόνο μετά θα έπαιρνε το Νόμπελ. Μόνη εξαίρεση ο Καββαδίας με το Μαραμπού και Πούσι, που δεν μου άρεσε απλώς, με αναστάτωσε και ήθελα να γράψω όπως αυτός. Πρώτη φορά είχα ένα τόσο ισχυρό πρότυπο…[…] Τότε ξεκίνησε και το γράψιμο. Πώς και γιατί, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Η επαφή με το δημοτικό τραγούδι ήταν καθοριστική. Στο χωριό μου και στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν μουσικά όργανα. Στους γάμους όλοι τραγούδαγαν α καπέλα. Λέγαμε, μάλιστα, για τους πολύ καλούς τραγουδιστές ότι «αυτός μπορεί να κάνει έναν γάμο μόνος του».
Η βαθιά επίδραση του δημοτικού τραγουδιού είναι εμφανής στα θέματα, στις εικόνες, στα επιμέρους μοτίβα, αλλά και στα σχήματα και στις τεχνικές. Τα Ομηρικά έπη και η ποίηση του Σολωμού τον επηρεάζουν βαθιά και τροφοδοτούν την ποιητική του. Η αγάπη του για τον Κώστα Κρυστάλλη ομολογημένη, καθώς επίσης για τον Καρυωτάκη και για το Γιώργο Σεφέρη. Μοντέρνα κατά βάση η ποίησή του αντλεί επιδράσεις και από το μοντερνισμό, το μεταπολεμικό σουρρεαλισμό, τον Γκάτσο της Αμοργού (1943)  -που πρώτος πάντρεψε το δημοτικό τραγούδι με το σουρρεαλισμό- το Μίλτο Σαχτούρη, τον Τάκη Σινόπουλο.
          Το φυσικό περιβάλλον της Ηπείρου και ο παραδοσιακός πολιτισμός, η «φυσική ζωή» αποτελούν συχνό σκηνικό στα ποιήματά του. Ψηλά βουνά, ποτάμια και πλατάνια, κοτσύφια και λαγοί, υποβλητικά νυχτερινά τοπία με ομίχλη, βροχές και χιόνια, ντουφέκια και κλαρίνα και «πατερημά», το πατρικό σπίτι με τη θαλπωρή του, πρόσωπα αγαπημένα, άνθρωποι του μόχθου που πονούν και χαίρονται, ζουν και πεθαίνουν. Αυτά έχουν σημαδέψει την ψυχή του. Κι η μνήμη ανακαλεί τα παιδικά βιώματα και αφηγείται ιστορίες.
 «Με πλατάνια και άλλα υδροχαρή, σηκώνει ο τόπος το κεφάλι του. Πάνω απ’ το χώμα, πάνω απ’ τις σκεπές, πίσω απ’ την πλάτη των ανθρώπων». 


"Περνούν κοπάδια. Περνούν λαγοί και λαβωμένα αγριογούρουνα. Πέφτουν κοτσύφια από τα δέντρα. Ώρα μετά ξεσπούν οι ντουφεκιές. Ακούγονται κουδούνια και βελάσματα.

Πέφτει ομίχλη σκεπάζει το βουνό.

Φέγγουν στις πέτρες καλογιάννοι.

Πού πας γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι. Φέγγοντας με τα δυο βυζιά σου, φέγγοντας μες στα μαύρα ρούχα. Με το σταυρό στο στήθος, το λάδι στην ποδιά για τα καντήλια των νεκρών. Μαύρο αρνί βελάζει ανάμεσα στους θάμνους. Φαίνεται χάνεται και πιάνεις τα πατερημά. Και πού τον είδες, πού τον ήξερες τον αγωγιάτη, τι βόσκαε το μουλάρι του, ώρα πολλή, στη ρίζα της γκορτσιάς και βγήκες ιδρωμένη από το νάρθηκα, αχνίζοντας σαν συννεφάκι που το πάει ο αέρας, πού θα την κρύψεις την κοιλιά στ’ όργωμα, στο βοτάνισμα, στο θέρο, που θα το πνίξεις το παιδί». («Άγρια και τα Ήμερα» στα «Μαύρα Λιθάρια»).

Ζωντανεύει πρόσωπα αγαπημένα: «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», «Γυάλινα Γιάννενα», σ.103-104

  «Χωρίς φτερά, μονάχα με τα λέπια μου ανεβαίνω. Τα φύλλα, τα πουλιά, βαρίδια που με πάνε στον πάτο τ’ ουρανού. Στα πατρικά χωράφια, χέρσα, στις απαλάμες των νεκρών φυτρώνει ρίγανη σγουρή. Έρχεται καθαρός αέρας με χτίζει ως τα ρουθούνια».  (σ. 72)
Παράλληλα με τη νοσταλγία των παιδικών χρόνων και της ελληνικής γης  στέκεται σταθερό το θέμα της ξενιτιάς σε όλες τις μορφές της. Ο ίδιος επιγραμματικά χαρακτήρισε την ποίησή του με δυο στίχους:


Αθέατος βασιλικός μυρίζει.
Βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας.

Κι αν έπρεπε να σας παρουσιάσω το έργο του επιλέγοντας ένα και μόνο ποίημα, εγώ θα διάλεγα το ακόλουθο. Θαρρώ πως συμπυκνώνει το πνεύμα της ποιητικής του. Σαν να μυρίζει βασιλικό. Από την Παραλογή (σ. 156-157)

Σε πολλά ποιήματά του περιγράφεται μια απέλπιδα προσπάθεια να εγκλιματιστεί στο αστικό περιβάλλον. Νιώθει εξόριστος, ξενιτεμένος μες στην ίδια του την πατρίδα κι αυτή η ψυχική και ηθική εξορία τον φαρμακώνει: "Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν' αλλάζεις το πετσί σου, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι. " (Ακάθιστος δείπνος)
Περιπλανάται στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης:
«Άταφη», «Ακάθιστος Δείπνος», σ.11

Η αποδημία και ο νόστος, η ξενιτιά και η πατρίδα, η αλλοτριωμένη ζωή στη μεγάλη πόλη και η νοσταλγία της γενέθλιας γης, της γης, της φύσης, της αγνότητας και της ευαισθησίας των παιδικών χρόνων, αλλά και των  παραδοσιακών μορφών ζωής που εγγυώνταν τη γνησιότητα, την αλήθεια  του ανθρώπου. Προβάλλει και πάλι η αντίθεση ανάμεσα στο λιτό και ακέραιο, δωρικό κι αγέρωχο παρελθόν και στο κατακερματισμένο μέσα στην αφθονία των αγαθών και στον εκσυγχρονισμό της αστικοποίησης παρόν μας. Ο καταναλωτισμός, οι διαφημίσεις, η τηλεόραση, το τρανζίστορ ,η φωτογραφική μηχανή κι η πολυκατοικία. «Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι… Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους». «Κι αν κουραστούν απ’ το τοπίο, κι αν κουραστούν από την κάμαρα, πώς ν’ αποδράσουν τα παράθυρα». Ένας καινούριος κόσμος έχει χτιστεί ερήμην μας, τόσο διαφορετικός από το φυσικό/παραδοσιακό και τόσο αλλότριος προς τις πραγματικές μας ανάγκες.  Μια εξορία εσωτερική, μια μετανάστευση μέσα στην ίδια μας την πατρίδα.  Να προσθέσουμε  και τη φίμωση της ελεύθερης λαλιάς στα χρόνια της Χούντας; Και τη μαζική μετανάστευση του Ελληνισμού από τη δεκαετία του 50 και μετά; Όλα αυτά κάνουν τον Έλληνα απόδημο. Τον αλλοτριώνουν από τις ρίζες του. Αφανίζονται τα συναισθήματα, αγνώριστοι γίνονται οι φίλοι, αγνώριστοι πια κι οι Έλληνες μετανάστες που επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η ξενιτιά ερήμωσε την πατρίδα  -ξερό χορτάρι μόνο στις πλαγιές-, γύμνωσε τα βουνά,   γύμνωσε όμως και την ψυχή των ξενιτεμένων.

Από τον ύπνο στον ξύπνο
ιαματικά πουλιά
ξερό χορτάρι λούζοντας τις πλαγιές,
εκεί που λαβωμένο τρυγόνι
η πατρίδα γίνεται ξενιτιά.

Αυτοί που έφυγαν
σε δυο σε τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
 τρανζίστορ, μαγνητόφωνα,
αφοπλισμένα κλαρίνα.              (Αφοπλισμός, Ακάθιστος Δείπνος)

ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
Από δω έφυγε
η  μισή πατρίδα
 για τα ξένα.                    (Ακάθιστος Δείπνος)

 
Ρινίσματα
Βωξίτες κι άλλα μεταλλεύματα. Αγενή.
Ρινίσματα που τα φυσούν μαγνήτες.
Σαν τα παιδιά σου,
άλλα στα ξένα κι άλλα στα Xenia.
Γιατί δεν έχει μέσα κι έξω πια,
πάνω και κάτω.
Ο τόπος φεύγει
δίπλα στ’ ακίνητα τραίνα,
γαζωμένος από φωτογραφικές μηχανές.
Χειρολαβές μπήγονται στον εγκέφαλο,
μικρόφωνα, κεραίες τηλεοράσεως.
Χτίζουν το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας.
Πανύψηλο,
μας αφήνει απ’ έξω.
                                 (Ακάθιστος Δείπνος) 

Η απώλεια κι ο θάνατος είναι θέμα που δεσπόζει στην ποιητική του. Κυρίως σαν αγωνία και φόβος λησμονιάς. Οι νεκροί θα πεθάνουν μόνον όταν τους ξεχάσουμε. Το ίδιο και η παράδοση, κι η ταυτότητά μας. Θα σβήσουν χωρίς μνήμη. Η λέξη «μνήμη» επαναλαμβάνεται σταθερά και εμφατικά σε πάμπολλους στίχους του.
Ο ίδιος παρομοιάζει τον εαυτό του με «τρίκλιτη βασιλική», που αντιλαλεί «από φωνές πολλών κεκοιμημένων» (Παραλογή, σ. 148).  Τα γυμνωμένα κόκκαλα των σκοτωμένων στον εμφύλιο, ο θάνατος του παππού, του φίλου και της μάνας. Η μορφή της μάνας έχει εξέχουσα θέση –κυρίως στην «Παραλογή»- συλλογή με πάμπολλες αναφορές στο δημοτικό τραγούδι. Ο ποιητής- προφήτης αγωνιά για την αλλοτρίωσή μας, για την ανωνυμία, τη λησμονιά, τη βίαιη αποκοπή από τις ρίζες μας. Κι αφήνει λυσίκομο τη μνήμη σε νύχτες ορυκτές ν’ αναζητήσει σκάφανδρο ζεστό στην κιβωτό της μήτρας.
Παραλογή σ. 129, 130.
Ό.π. σ.136, 137, 149
Σιμά στο θάνατο κι ο έρωτας κυριαρχεί ως θέμα στους στίχους του Γκανά. Το δίπολο Έρωτα και Θανάτου ορίζει τον κύκλο της ζωής, όπως στην ορφική και διονυσιακή λατρεία, και γίνεται το υπέρτατο βίωμα, το απόλυτο πάθος,  που –όπως κι ο θάνατος- καταργεί την ατομική ύπαρξη, την αφανίζει. Τότε ο έρωτας βαδίζει πλάι στο θάνατο και σαν φονικό μαχαίρι, είτε οδηγεί στο έγκλημα είτε γίνεται ο ίδιος έγκλημα (Παραλογή, Γρηγόρης Ράπτης, σ.139, Μαύρα Λιθάρια, σ.65). Άλλοτε ο έρωτας είναι ευδαιμονία, η μεγαλύτερη χαρά κι αλήθεια στη ζωή, το μόνο αξιοβίωτο και παρήγορο συναίσθημα στην τύρβη της μεγαλούπολης. Άλλοτε τέλος, ο έρωτας φθαρμένος από την πολύχρονη ρουτίνα της συμβίωσης, γίνεται  σκλαβιά, αλλά η σκλαβιά της αγάπης είναι προτιμότερη από κάθε άλλη. Κι η αγάπη το πολυτιμότερο, ίσως το μόνο ουσιαστικό. «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη».
«Προσωπικό», «Γυάλινα Γιάννενα», σ. 112-113

 Στη συλλογή «Τα μικρά» συγκεντρώνονται ποιήματα ολιγόστιχα και ολογοσύλλαβα, μινιμαλιστικά, που παρατίθενται στις πρώτες του συλλογές υπό τον τίτλο «Ακαριαία» ή «Μονόξυλα» και άτιτλα στη συλλογή της «Παραλογής». Ο στόχος του είναι να αποτυπώσει επιγραμματικά τη φευγαλέα αίσθηση και σκέψη, να αποδώσει την εντύπωση μιας χρονικής στιγμής, να αιχμαλωτίσει μια εικόνα, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, όπως κάνει ο φακός της φωτογραφικής μηχανής. Πρόκειται για πρόσληψη της τεχνικής του χαϊκού και του τάνκα που έφερε ο Σεφέρης στην Ελλάδα και δοκίμασαν αρκετοί ποιητές στη δεκαετία του 70.

ΚΟΤΣΥΦΙ
Καλότυχο που
δεν βλέπει πόσο μαύρο
το περιβάλλει

ΚΟΤΣΥΦΙ 2
Βρέξει χιονίσει
φοράει το μαύρο του.
Κανένα πένθος.
----------------------------------------------

Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχθηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη
 για να φυλάει τα σύνορα.
------------------------------------------
Τα δέντρα παρκάρουν εύκολα
 χωρίς όπισθεν και μανούβρες.
 
Θέλει κι η νύχτα μια γουλιά απ’ το αίμα σου
για να σαλπίσει τα’ άστρα της.

Νάρκη ψυχή θα σε πατήσω σαν οχιά.

«Άψινθο»  τιτλοφορεί ο Μιχάλης Γκανάς την τελευταία  μεγάλη ποιητική του σύνθεση, στην οποία συνομιλεί με την "Αποκάλυψη του Ιωάννου" απ' όπου αντλεί και τον τίτλο της.   Περιλαμβάνει ποιήματα που κυοφορήθηκαν από τον προβληματισμό του για την κρίση στις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση αλλά και γενικότερα την κρίση της ταυτότητας και του πολιτισμού μας. "Άψινθος" λέγεται ο αστέρας που έπεσε στη γη και δηλητηρίασε "το τρίτον" των πόσιμων υδάτων "και πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων ότι επικράνθησαν". 


Ο ίδιος ο ποιητής  αναφέρει: «Όσα γίνονται με τη φύση μας απασχολούν. Το λιώσιμο των πάγων, τα πρόβλημα της πανίδας και της χλωρίδας. Άψινθος είναι το αρωματικό φυτό και από την άλλη είναι η απειλή που έρχεται από μακριά την οποία εμείς  προετοιμάζουμε… Είναι κι ένα συμβολικό μήνυμα γι' αυτό που ζούμε τώρα, για την καταστροφή που έρχεται».
“Είναι ένα βιβλίο για την Ύβρι του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και στο ίδιο του το σπίτι, τον Γαλάζιο Πλανήτη”.

"Η πιο εμφανής σχέση (της ποιητικής συλλογής με την Αποκάλυψη του Ιωάννου) είναι ο εσχατολογικός χαρακτήρας τους. Όλοι ξέρουμε ότι ο κόσμος μας κάποτε θα τελειώσει «μ’έναν πάταγο» ή «μ΄έναν λυγμό», με φωτιά ή με πάγο... Δεν ξέρω αν μας τιμωρεί ο Θεός για τις αμαρτίες μας ή αν εμείς τιμωρούμε τους εαυτούς μας διαπράττοντας μια τεράστια Ύβρι απέναντι στον κόσμο που μας χαρίστηκε.

Δανείζομαι φράσεις από την Αποκάλυψη, που με έχουν σημαδέψει νοηματικά και ποιητικά, και προσπαθώ να επινοήσω ένα είδος συνέντευξης, όπου αυτές οι φράσεις είναι οι ερωτήσεις και τα ποιήματά μου οι, τραυλές ίσως, απαντήσεις".
               
  Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά  στηρίζεται γερά στην παράδοσή μας, αξιοποιεί στο έπακρο τα γόνιμα στοιχεία της, τα μεταπλάθει και τα ζωντανεύεμε τα σχήματα και τους τρόπους του μοντερνισμού. Εξάλλου, όπως έχει παρατηρήσει και ο Έκτωρ Κακναβάτος, υπάρχουν στοιχεία υπερρεαλιστικής προβολής μέσα στα  δημοτικά τραγούδια. Έτσι,  ο Μιχάλης Γκανάς, οπλισμένος καθώς είναι με την αγάπη του για τη δημοτική ποίηση, υιοθετεί με άνεση το σουρρεαλιστικό κόσμο του παραλόγου, τη δύναμη του ονείρου, την αυτόματη γραφή, τις εφιαλτικές εικόνες, την υπερβατική ατμόσφαιρα.
          Ακόμη και στη στιχουργία, αγαστή είναι η συνύπαρξη της παραδοσιακής ομοιοκαταληξίας και του μοντέρνου ελεύθερου στίχου. Ο ποιητής μοιάζει να μη δεσμεύεται από το στίχο, αλλά να τον τιθασεύει κατά βούληση και να κινείται με άνεση από την αυστηρά πλεχτή ρίμα, και το σονέτο στον κατακερματισμένο ελεύθερο σουρρεαλιστικό στίχο, στο πεζόμορφο ποίημα, στο ρεαλιστικό διάλογο και στην ποιητική αφήγηση. Όποια μορφή κι αν έχει ο στίχος του, πάντα διακρίνεται από την πυκνότητα και την ευθυβολία, τη δύναμη της εικονοπλασίας, το λυρισμό και την ένταση.
Στα θέματα, στις εικόνες, στις τεχνικές, το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν αρμονικά, όπως συνομιλούν γαλήνια οι νεκροί με τους ζωντανούς στα ποιήματά του. Το παρελθόν είναι ζωντανό  -χάρη στη μνήμη- και το παρόν χωρίς το παρελθόν  λειψό. Ας θυμηθούμε τα λόγια της νεκρής του μάνας: «-χωρίς εσένα δεν υπάρχω –χωρίς εμάς είστε μειοψηφία».
  «Στο Μιχάλη Γκανά», παρατηρεί εύστοχα η Μαρία Τσάτσου, «συμπλέκεται η προσωπική αγωνία, με τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, με το δράμα της πατρίδας. Εμφύλιος, μετανάστευση, το χωριό, η πόλη, ζωή και θάνατος. Το έπος μιας οικογένειας συνυφαίνεται με το ιστορικό γίγνεσθαι μιας ολόκληρης χώρας. Γι’ αυτό το απόσταγμα φτάνει σ’ εμάς αβίαστα με νωπές τις δαχτυλιές του χρόνου» (εφ. «Η Καθημερινή», 16-5-1999). Το προσωπικό βίωμα μπορεί να αποτελεί την αφετηρία των στίχων του, μεταλλάσσεται όμως σε βίωμα συλλογικό κι έτσι προκύπτει μια «ομαδική αυτοβιογραφία». Μας είναι οικείος ο Μιχάλης Γκανάς, γιατί στα ποιήματά του αναγνωρίζουμε τα δικά μας τα βιώματα ή τα βιώματα των προγόνων μας, διαβάζουμε τη δική μας ιστορία, βλέπουμε να κατοπτρίζονται τα δικά μας συναισθήματα. Εξάλλου, είναι τόσο πλατιά η θεματική του: μιλά για όλα τα υπαρξιακά και κοινωνικά μας πάθη.
          Μας είναι  οικείος ο Μιχάλης Γκανάς, γιατί θα τον βρούμε στα φόρα. Απόδειξη: τον έχουμε δίπλα μας. Δεν αποστασιοποιείται από το πλήθος, δεν περιφρονεί την πλέμπα, όπως κάποιοι ελιτίστες ομότεχνοί του. Όπως κάθε γνήσιος πνευματικός άνθρωπος συνομιλεί μαζί μας, αρθρώνει πολιτικό λόγο κρίνοντας και κατακρίνοντας τις αμαρτίες της φυλής.
          Μας είναι οικείος ο Μιχάλης Γκανάς, γιατί με τα τραγούδια του έχει φέρει την ποίηση στην καθημερινότητά μας˙ έχει σταλάξει παρηγοριά λυρισμού στην πεζή ρουτίνα μας. Με τα τραγούδια του συνοδεύει τον πόνο, το παράπονο, τη μοναξιά, την οργή, το όνειρο και τον έρωτά μας. Μας ταξιδεύει στο Σουμιτζού κάποια βραδιά, μας καλεί σε μια εκδρομή στα Καμένα, ζωγραφίζει καράβια στη στεριά που πιάσανε τα όρη κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια να κολυμπάνε στον ουρανό… Δίνει το λόγο στα όνειρα ενός κοριτσιού που το λέγαν Πόπη, σαν τη γιαγιά της την Καλλιόπη. Γράφει το Χρονικό της Νεότερης Ελλάδας: απ’ το 60 και μετά, ανά, κατά, διά, μετά, να δεις τι σου’ χω για μετά… Μιλά για τον έρωτα, του πόθου τ’ αγρίμι, που δεν τρώει, δεν πίνει, δεν ξαποσταίνει…Λέει «σ’ αγαπώ» με το σώμα δίχως νου, με το μπλε και το μαύρο τ’ ουρανού, σ’ αγαπώ με τον τρόμο του κενού. Σημαδεμένος κι ο ίδιος απ’ την αγάπη, μας δείχνει τα σημάδια απ’ τα κορμιά και τα μαχαίρια και μας προειδοποιεί: ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά, είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου