Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Tο σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η εισήγηση του Χ. Δ. Χαραλαμπόπουλου, Επίτιμου Προέδρου της Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών, στο «Χρονικό της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου», εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του εορτασμού της 186ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου από το Δήμο Ναυπακτίας, το Σάββατο,18 Απριλίου 2015

 
Του Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ 
ΤΗΣ  ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ



Κατά την παράδοση μέσα στο Φρούριο της Ναυπάκτου, όταν αυτό
ήταν Τούρκικο, ζούσαν μόνο Τούρκοι και ένας Έλληνας φούρναρης.

Οι Έλληνες ζούσαν εκτός των τειχών στο Μεγάλο και το Μικρό
Βαρούσι.

Όταν λοιπόν, έφυγαν οι Τούρκοι, όλοι ήθελαν να μπουν μέσα στα
τείχη για να ζήσουν με ασφάλεια. Τα καλύτερα όμως σπίτια τα πήραν οι
Σουλιώτες που είχαν τα άρματα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κίτσος Τζαβέλας
ήταν αρχηγός της πολιορκίας της Ναυπάκτου. Από απογραφή που έκανε
ο Αστυνόμος Παναγιώτης Κυρίτζης (12 Μαΐου 1829) βρέθηκαν 252
οικοδομές, ήτοι οικίες, τζαμιά, εργαστήρια, μαγαζιά. Από αυτές 71 είναι
ακατοίκητες και ερειπωμένες. Επίσης 68 είναι κατοικημένα τζαμιά,
μαγαζιά και εργαστήρια. Οι λοιπές 113 (108 για την ακρίβεια) κατανέμονται ως εξής:
35 Χιλίαρχος Κ. Τζαβέλας και λοιποί   Σουλιώτες
02 Νότης Μπότζαρης
03 Χαντζηχρήστος
20 Τακτικοί Στρατιώτες και Αξιωματικοί
09 Πεντακοσίαρχος Βέργης
15 Εντόπιοι
06 Αποθηκάριος
05 Αξιωματούχοι της πόλης
13 Διάφοροι χωρίς να αναφέρονται τα ονόματά τους
------
108
Οι Σουλιώτες δεν πήραν μόνο τα καλύτερα σπίτια, αλλά και τα
καλύτερα χωράφια. Από αναφορά (23 Ιουν. 1829) των προκρίτων της
Ναυπάκτου προς τον Αρχιφρούραρχον Ναυπάκτου Συνταγματάρχη Κόμη
Πιέρην διαφαίνεται η διαμάχη μεταξύ των κατοίκων της πόλης με τους
κατοίκους των χωριών της Επαρχίας Βενέτικου (Νότιας Ναυπακτίας). Ο
Διοικητής της Επαρχίας «απεφάσισε δημογέροντας και πληρεξουσίους διά
την Εθνικήν Συνέλευσιν από τα χωριά του Βενέτικου» και αγνόησε την
Μητρόπολη, όπως αναφέρουν, φαίνεται όμως ότι η διαφορά αυτή
διευθετήθηκε, γιατί λίγο αργότερα (5 Αυγ. 1829) οι πληρεξούσιοι στην
Εθνική Συνέλευση Ιωάννης Βλάχος (πρόγονος του Βλαχογιάννη) και
Θανάσης Μπουγάτζας (από Γαλατά) απευθύνονται στον Τοποτηρητή της
Κυβερνήσεως Αυγουστίνο Καποδίστρια με αναφορά τους και βάλλουν
μαζί κατά των Σουλιωτών. Γράφουν ανάμεσα στα άλλα:

«Οι υποφαινόμενοι πληρεξούσιοι της Επαρχίας Βενέτικου, της
πόλεως Ναυπάκτου, είμεθα επιφορτισμένοι παρ’ όλων των κατοίκων της
επαρχίας να αναφέρομε εις την εξοχότητά σας την καταφρόνησιν, την
αδικίαν και όσα άλλα άπειρα κακά δοκιμάζουν από εκείνους οι οποίοι
ήλθαν και εκατοίκησαν εντός του φρουρίου Ναυπάκτου, εκαταφρόνεσαν,
εκαταπάτησαν όλα τα δικαιώματα των πολιτών με μίαν λέξιν μόνον ούτως
θέλομεν, και προσπαθούν να τους αποκαταστήσουν είλωτας. Και
οικειοποιήθησαν το φρούριον αυτό ως να ήτον κτήμα εδικόν τους και όχι
ποτέ ως εθνικόν, το οποίον έθνος το έχει εξαγοράσει με το πολύτιμον αίμα
του και προσπαθούν τρόπον τινά να το αποκαταστήσουν άσυλον της
κακουργίας των ……»
Και η διαμάχη μεταξύ εντόπιων και Σουλιωτών συνεχίζεται και
στα τέλη του 1829 όταν ο λοχαγός Ιωάν. Τζαβέλας κατηγορείται ότι
εράβδισε τους Δημογέροντες Ιωάννη Βλάχο και Αναγνώστη Κίτζου.

Παρά τις δυσλειτουργίες μεταξύ των παλαιών και των νέων
κατοίκων, που μέχρι ενός ορίου είναι αναμενόμενες, εκείνο που πρέπει
να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ο πόθος των Επαχτιτών για μόρφωση. Η
οικονομικοκοινωνική κατάσταση όμως στην Επαρχία Ναυπακτοβε-
νετίκου ήταν απελπιστική. Τα χωριά είχαν ερημωθεί και οι κάτοικοι, όσοι
γλίτωσαν από τα δεινά του πολέμου ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την
δυστυχία, ενώ η γη έμεινε ακαλλιέργητη, πνιγμένη μέσα στ’ αγριόχορτα.

Εν τούτοις όμως, από τα πρώτα μελήματά τους ήταν η ίδρυση
σχολείου. Αγράμματοι αυτοί, ένιωθαν βαθιά μέσα τους την αξία των
γραμμάτων. Το φλογερό κήρυγμα του Πατροκοσμά, που χρόνια πριν
ετάραξε τη ναρκωμένη εθνική συνείδηση, «χτίζετε σχολειά», ήταν γι’
αυτούς τους πτωχούς, τους εξαθλιωμένους αγωνιστές που μόλις είδαν τον
ήλιο της λευτεριάς, ελπίδα και προσμονή για ένα φωτεινότερο μέλλον.

Από αναφορά (28.10.1829) του Διοικητή Ναυπάκτου και
Βενετίκου Ι. Τομπακάκη πληροφορούμαστε:

«Ο εκλαμπρότατος Πληρεξούσιος Τοποτηρητής της Α. Εξοχότητος
εσύστησεν εις το φρούριον της Ναυπάκτου ελληνικόν διδάσκαλον τον
κύριον Ιωάννην Χρυσοβέργην, άνδρα ικανόν τοιούτου επαγγέλματος και
χρηστοήθη, έχοντα μαθητάς 15, του οποίου τον μισθόν επλήρωνεν εξ ιδίων
του ανά γρόσια 150 το μήνα, διότι οι κάτοικοι της Ναυπάκτου, συνιστά-
μενοι μόλις από 20 οικογενείας, δεν είχον πόρον τινά διά να τον
συστήσουν, όστις μετά παρέλευσιν δέκα πέντε ημερών της συστήσεώς του
επλήρωσε το κοινόν χρέος, και προς το παρόν υστερούνται διδασκάλου.
Κανέν μέσον οι κάτοικοι της επαρχίας ταύτης δεν έχουν, διά του οποίου,
προσφέροντες εκ προαιρέσεως, να συνδράμωσιν εις την σύστασιν τοιούτων
καταστημάτων, επειδή όλοι υστερούνται και αυτού του πόρου της ζωής
των, πολλώ μάλλον να συνεισφέρωσι».
Ο Χρυσοβέργης καταγόταν από την Μεγάλη Λομποτινά και
εδίδαξε στη Λιβαδιά, όπου το 1825 διετέλεσε και Γενικός Γραμματέας
της Επαρχίας. Χαρακτηρίζεται «ως κατά την καθ’ ημάς σοφίαν μέγας
Διδάσκαλος». Έξι γιοι του πολέμησαν ως αξιωματικοί στον Αγώνα από
τους οποίους τρεις «έπεσαν ενδόξως εις το πεδίον της μάχης». Από τους
λοιπούς ο Νικόλαος διετέλεσε πρώτος Δήμαρχος Λαμίας, ο Βασίλειος
Δικηγόρος και Δικαστής και ο Παντελής Βουλευτής επί Όθωνος.

Μετά τον θάνατο του Χρυσοβέργη «διά της συνδρομής πάλιν του
Εκλαμπροτάτου Πληρεξουσίου εσυστήθη διδάσκαλος ο κύριος Γεράσιμος
Δαφαράνας, Κεφαλληναίος, ανήρ άξιος του τοιούτου επαγγέλματος και
χριστοήθης έχων μαθητάς 14 πρωτοπείρους». (Αναφορά Διοικητή
Τομπακάκη 28.10.1829). Ο Δαφαράνας ανεχώρησε «βιασθείς από
αναγκαίες οικιακές του υποθέσεις» στις 22 Φεβρ. 1830.

Στις 16 Μαρτίου 1830 με διαταγή του Κυβερνήτη Ιωάννου
Καποδίστρια στον Έκτακτο Επίτροπο Δυτικής Ελλάδος Κ. Ράδον
γνωστοποιείται ότι αποστέλλεται διδάσκαλος ο Γεώργιος Χριστιανός.
Στις 8 Απριλ. 1830 ο Ράδος αναφέρει στον Κυβερνήτη ότι ο δάσκαλος
έφθασε εγκαίρως στην Ναύπακτο και «κατά δυστυχίαν δεν εύρηκε μήτε
σχολείον μήτε μαθητάς. Διά να μη μείνη αργός επί πολύ ηναγκάσθην τέλος
πάντων να διορίσω την επισκευή ενός τουρκικού ναού διά να χρησιμεύσει
εις διδασκαλείον». Πρόκειται για το Μπέη Τζαμί που βρισκόταν στην
σημερινή οδό Σταμ. Σταματίου κοντά στα Μποτσαραίικα. Μάλιστα
αναφέρει ο Ράδος «δεν υπάρχει σχολείον μήτε και εις αυτό το Μεσολόγγι».
Ο Χριστιανός που ήταν Ελληνοδιδάσκαλος και όχι αληλοδιδακτικός
απεχώρησε τον Αύγουστο του 1830.

Την 1η Οκτωβρίου του 1830 διορίστηκε δάσκαλος της «Ελληνικής
Δημοσίας Σχολής Ναυπάκτου» ο Ν. Κοντογούρης, ο οποίος εδίδαξε μέχρι
τις 24 του ίδιου μήνα, οπότε κατόπιν εντολής του Κυβερνήτη στάλθηκε
στην Αίγινα για να εκπαιδευθεί στην Αλληλοδιδακτική μέθοδο για 40
ημέρες. Ξαναγύρισε στη Ναύπακτο στις 25 Γενάρη 1831 και εδίδαξε
μέχρι τον Απρίλη του 1834, γιατί η πολιτεία καθυστερούσε επί δύο
χρόνια να του δώσει τους μισθούς του.
Αυτά ως προς την παιδεία

Η νεοΐδρυτη πολιτεία εφρόντισε για την ανέγερση και λειτουργία
ναών. Ο Διοικητής Ναυπάκτου Ι. Τομπακάκης σε αναφορά του
(28.10.1829) γράφει: «Καμμία εκκλησίαν ή ιερόν κατάστημα δεν
ευρίσκεται εις την επαρχίαν ταύτην, εκτός εις το Φρούριον της Ναυπάκτου
δι’ εξόδων του εκλαμπροτάτου πληρεξουσίου (του Αυγουστίνου
Καποδίστρια) επεσκευάσθη νεωστί εκκλησία επονομαζομένη Άγιος
Δημήτριος, η οποία πρώτον ήτο τζαμί». Πρόκειται για τον προηγούμενο
ναό που έδωσε την θέση του στον σημερινό. Κατά τον Τούρκο
Περιηγητή Εβλιά Τσελεπή ήταν το Τζαμί της Μεγάλης Πύλης, διότι εκεί
ήταν η Πύλη του Φρουρίου προς τα ανατολικά. Επίσης το 1830 κτίσθηκε
ο κοιμητηριακός Ναός της Αγίας Παρασκευής. Τέλη του 1830 διορίζεται
Διοικητής Ναυπάκτου, Βενετίκου, Κραβάρων και Αποκούρου με έδρα
την Ναύπακτο, ο Ιωάννης Λεονταρή Μελάς, από την ιστορική οικογένεια
Στρατηγόπουλων των Ιωαννίνων, οι οποίοι έλαβαν το παρωνύμιο Μέλας
ή Μελανιάς και από τις αρχές του 18ου αιώνα Μελάς. Από την πατριά
αυτή προέρχεται και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς.

Ο διοικητής Μελάς (1787 – 1833) παρέλαβε το αρχείο στις 8
Γενάρη 1831και την επομένη αποστέλλει αναφορά στον Αυγουστίνο
Καποδίστρια. Γράφει: «Ηξεύρω ότι την πόλιν της Ναυπάκτου από
καλοσύνην Σας την αγαπάτε και επιθυμείτε να καλλωπισθή και να είναι εις
κατάστασιν να προφυλάττη τους κατοίκους της από την ασθένειαν» και
υποβάλλει έξι προτάσεις για την οργάνωση και ανασυγκρότηση της
πόλης που συνέχισε να παρουσιάζει την μορφή ενός τουρκοχωριού. Στις
19 Γενάρη 1831 ο Αυγουστίνος απαντάει καταφατικά και ο Μελάς
υποβάλλει «Σχέδιον περί επιδιορθώσεως της πόλεως Ναυπάκτου» που
είναι περισσότερο λεπτομερειακό, ενώ οι προτάσεις του έχουν αυξηθεί
από έξι σε οκτώ.

Ας δούμε τις προτάσεις από τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε
την κατάσταση της πόλης εικοσιένα μήνες από την απελευθέρωση:
α) Τα σαθρά και επικίνδυνα σπίτια και εργαστήρια ή να πωληθούν ή να
επιδιορθωθούν διά να μη καταντήσουν και αυτά εις ερείπια,
β) Να καθαρισθή όλη η πόλις από τας διαφόρους ακαθαρσίας και κόπρους
των ζώων, δι’ ων γέμει πάσα οικία και ερείπιον.
γ) Να ανοιχθούν τα προπολλού ήδη βουλωμένα κονδότα των χρειών διά να
καθαρισθούν αι ήδη πλημμυρισμέναι χρείαι.
δ) Να κατασκευασθούν πλησίον του φρουρίου τέσσαρες ή πέντε κοιναί
χρείαι διά τους εις την αγοράν καταλύοντας ξένους.
ε) Να κρεμνισθούν οι τοίχοι των ερειπίων και να συναχθεί εις εν μέρος η
πέτρα πλησίον της θαλάσσης α) διά να κυκλοφορεί ο αήρ ελεύθερος β) να
εκριζωθούν διάφορα νοσώδη χόρτα φυτρωμένα εις αυτά τα ερείπια και γ)
η πέτρα αύτη ημπορεί να χρησιμεύση εις δημοσίας οικοδομάς, αν η Σ.
Κυβέρνησις αποφασίση να οικοδομήση εις Π. Πάτρας, εις Καστέλλιον ή
και ενταύθα εις Ναύπακτον ή να πωληθή.
στ) Να επιδιορθωθούν οι δρόμοι της πόλεως εις τρόπον ώστε να
μετακομίζωνται τα φορτία εντός και εκτός της πόλεως με μονότροχα
αμάξια.
ζ) Να διορθωθή ο δρόμος από την ανατολικήν Πύλην μέχρι της
νεοκτισθείσης εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, διά να ξηρανθή δι’ αυτού
ο του Ανατολικού προαστείου πλημμυρίζουσα από σεσηπότα και ρέοντα
νερά θέσις.
η) Να ανοιχθή είς χάνδαξ ολόγυρα εις το κοιμητήριον της διαληφθείσης 
εκκλησίας, διά να ρέουν τα νερά και να σήπονται ογλήγορα τα σώματα των
νεκρών, ως περί τούτων εις την Γραμματείαν της Θρησκείας ανεφέρθημεν.

Από την αναφορά πληροφορούμαστε ότι:
«εκ των προαστείων το μεν Ανατολικόν ήρχισε μεν να καλλωπίζεται με τας
οικοδομάς εργαστηρίων και οικιών, πλημμυρεί όμως από ικανά ιστάμενα
νερά, το δε Δυτικόν είναι κατεντημένον σχεδόν και αυτό εις ερείπιον και
επειδή γενικώς πάσα n πόλις γέμει από διαφόρους ακαθαρσίας»
γνωμοδοτεί με τις παραπάνω προτάσεις. 

Και τα χρήματα πως θα εξοικονομούνταν; Ο Μελάς είχε την απάντηση:
« … Δεν δύναμαι να προσδιορίσω την ποσότητα των χρημάτων, ήτις
αναγκαιοί δι’ όλας αυτάς τας εργασίας. Λέγω δε ότι όταν η Σ. Κυβέρνησις
ήθελε διορίση ένα καλόν επιστάτην και αφήση τους επιτοπίους πόρους της
πόλεως και επαρχίας ταύτης να εξοδευθώσιν εις αυτάς δι’ ένα ολόκληρον
μόνον  χρόνον υπό την άγρυπνον προσοχήν και δραστηριότητα της
Διοικήσεως ταύτης, ελπίζεται ότι η πόλις αύτη θέλει φθάσει εις κατάστασιν
ώστε και ευκατοίκητος να γενή και πολυάνθρωπος και τελευταίον ευτυχής.
Επειδή εις τον ενταύθα Φρούραρχον ευρίσκονται σχεδόν δέκα φορτηγά
ζώα, τα οποία τώρα στέκουν ανενέργητα ημπορούν και χρησιμεύουν εις
την εξαγωγήν της ύλης και να γίνη δι’ αυτού μεγάλη οικονομία». 

Άγνωστο εάν εφαρμόσθηκε το σχέδιο. Πάντως κάποιες ενέργειες
θα έγιναν, γιατί η πόλη παρουσίαζε θλιβερή εικόνα και ήταν επικίνδυνη
για την υγεία των κατοίκων της. Για την ιστορία ο Μελάς απεβίωσε το
1833, σε ηλικία 46 ετών.
Από αναφορά (1 Απρ. 1831) προς τον Κυβερνήτη των Δημογε-
ρόντων και των πολιτών και Γεωργών Ναυπάκτου, όπως υπογράφουν,
βλέπουμε ότι η διαμάχη μεταξύ Σουλιωτών και ντόπιων καλά κρατούσε
και το 1831. Γράφουν:
«Αφ’ ης ώρας ελευθερώθημεν από τον τυραννικόν ζυγόν άρχισεν ο
καθείς να καλλιεργεί την γην, διά να δυνηθή και το ταμείον να ωφελήση
και τον εαυτόν του. Όλα τα λοιπά μέρη της ελευθέρας Ελλάδος οι Γεωργοί
αισθάνθηκαν την γλυκύτητα της ελευθερίας και την αυστηρότητα των
νόμων.
Ημείς οι ταλαίπωροι ακόμη βασανιζόμεθα αδίκως και ίσως χωρίς
να το ηξεύρεις. Είχαμε χωράφια καλλιεργημένα επί Τουρκοκρατίας εις το
τζεφλίκι Δένδρον, τα επήρεν ο προσ. Αρχ. Τζαβέλας, είχαμε παρομοίως εις
το Ξηροπήγαδον τα επήρεν ο υιός Λάμπρου Βέικου και άλλοι. Ανοίξαμε
επέρσυ πέραν του Ποταμού, εφέτος μας τα παίρνουν οι λοιποί
στρατιωτικοί, ώστε καλλιεργημένην γην δεν μας αφίνουν σχεδόν ούτε
σπιθαμήν».

Στις 2 Αυγ. 1831 οι Δημογέροντες και οι πρόκριτοι της Επαρχίας
Βενετίκου ζητούν Πολιτάρχη με πέντε στρατιώτες, διότι η Επαρχία
«ενοχλείται από μερικούς κακοβόλους ληστάς». Έτσι φθάνουμε στην
επάρατη ημέρα της δολοφονίας του Κυβερνήτη που συνέβη στις 27 Σεπτ.
1831. Η Ναυπακτία εκφράζει τον αποτροπιασμόν της για τη δολοφονία
και στηρίζει την Τριμελή Διοικητική Επιτροπή.

Με τον θάνατο του Καποδίστρια έληξε μια περίοδος δημιουργίας
εκ του μηδενός ενός κράτους που να λειτουργεί υπέρ των πολιτών του.

Η Μετακαποδιστριακή περίοδος με εμφυλιοπολεμικά επεισόδια, τα
οποία επηρέασαν και τη Ναύπακτο οδήγησε στην απολυταρχία του
Όθωνα και των Βαβαρών.

Η Ναύπακτος έκανε κάθε φορά βήματα προόδου και ανάπτυξης
για να γράψει ο Λάμπρος Φράγκος στις αναμνήσεις του, ότι επί
δημαρχίας Δημητρίου Ι. Φαρμάκη (1883 – 1899): «Η πόλις ήλλαξεν όψιν∙
από Τουρκόπολη έγινε σχεδόν σύγχρονος πόλις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου